ήρθες εσύ Δημιουργός: ΑΝΤΗΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info βρήκα τα χρόνια μου πισθάγκωνα δεμένα
στα σπήλαια του καημού κατακρυμμένα
κι είπα ν'ανάψω μιά φωτιά να τα φωτίσω
το δύσοσμό τους αίμα μήπως και ψηλαφίσω
έκαψα καιόμενος κάθε βαριά μου αμαρτία
και βύθισα στα σκοτεινά της μνήμης μου ενυδρεία
το καύμα και τα ρίγη του διχασμένου μου μυαλού
αδέσποτο μη μείνει μες στις μεταμορφώσεις του κορμιού
ξόρκισα τ'θάνατα κι ανοίξανε ψηλά πάλι οι ουρανοί
στου κόσμου τα μπαλκόνια λησμόνησα και την οφειλή
κι όμως δεν κατάφερα ξανά στο φώς να επιστρέψω
σκιά δεν χειραγώγισα ούτε και πρόφτασα να κλέψω
αυτός είμαι που ευδόκησα και έδωσα τα χέρια
ιδού το έρμο στήθος μου με καρφωμένα τα μαχαίρια
τη μοίρα μου αγναντεύω κι έχω τη ζωή μου σκήπτρο
μισώ την ερημιά κι ας ήπια το πικρότερο της φίλτρο
του άδειου πια του θάνατου τη λάμψη δεν αντέχω
μυρίζω το λιβάνι του και σπαραγμένος τρέχω
και δείχνω την αγάπη μου την άτρωτη σαν πρέπει
μα η γή σε κάθε βήμα μου σκιρτάει και μ'ανατρέπει
κι ήρθες, εσύ πεφτάστερο σταλμένο στα όνειρά μου
σαν το γαλάζιο φώς κατέβηκες πρώτα κοντά μου
ήρθες εσύ μες στην καρδιά γλυκοβαλμένη σφήνα
ανθάκι γιασεμιού και κρίνο λαμπερό στη νέα Σαλαμίνα
κι απ'τη δροσιά που έτρεξε ακράτητη εμπρός μου
σ'άκουσα ν'ανασαίνεις στο είναι μου του κόσμου
για να μπορώ να τραγουδάω την άνοιξη δίχως προσωπείο
να ζωντανεύω τα βιολίσματα,τ'αρπίσματα σε τούτο το τοπείο
και σαν θα δείς το βλέμα μου πάνω σου κεντημένο να θροΐζει
θάναι η αγάπη που την όψη μου αλήθεια φωσφορίζει
τότε στοχάσου,δυό μάτια πλανεμένα που ποτέ σου δεν τα είδες
που χρόνια φύγανε, μα ξαναγυρίζουν, γυρεύοντας ελπίδες Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-03-2014 |