Η μάχη Δημιουργός: Jorlin Αν ξαναλάβαινα ποτέ μέρος σε μια τέτοια μάχη, θα 'παιρνα μόνο το λουλούδι μαζί μου... Ή δε θα σπαταλούσα τόσο πόνο και ενέργεια σε αγάλματα (αλλά πάλι, πώς μπορεί ποτέ κανείς να 'ναι σίγουρος;....) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Μετά απ’ τη μάχη εκείνη την κοσμοϊστορική
Ήμουν η μόνη που αιμορραγούσε
Κρατούσα ένα κοφτερό σπαθί στο ένα μου χέρι
Κι ένα τεράστιο λουλούδι στο άλλο
Κι αποτολμούσα εναλλάξ επιδρομές μίσους κι αγάπης
Σε κάτι αγαπημένους μου αντιπάλους
Μα εκείνοι, οι μισητοί και λατρεμένοι,
Έμοιαζαν πιότερο με ομοιώματα άψυχα
Παρά με ζωντανούς ανθρώπους
Ούτε μια τοσοδούλα σύσπαση συγκίνησης στα πρόσωπά τους
Το μεγαλοπρεπές λουλούδι μου δεν προκαλούσε
Κι ούτε μια τοσηδά πληγή στα σώματά τους
Το κοφτερό σπαθί μου
Που τους διαπερνούσε κάνοντας κύκλο
Για να καταλήξει στο δικό μου δύστυχο κορμί
Κι έτσι
Μετά απ’ τη μάχη εκείνη τη σκληρή
Να ‘μαι η μόνη που αιμορραγούσε
Δεν ήξερα μετά το πέρας του μυστήριου αυτού πολέμου
Αν έπρεπε να νιώθω υπερήφανη ή ταπεινωμένη
(Διάλεξα το δεύτερο)
Για φαντάσου!
Μια τρελή με λουλούδι και σπαθί
Να αυτοτραυματίζεται για χρόνια
Στον κήπο με τ’ ανάλγητα, αμίλητα κι ακούνητα αγάλματα
Ίσως, ίσως
Άνθρωποι σαν εμένα να ‘ταν καταβάθως κι αυτά
Μα η αιμορραγία τους να ‘ταν κρυφή, εσωτερική
Κι ίσως, ίσως
Μια έκφραση οδύνης ή αγάπης όντως να συντελέστηκε στα πρόσωπά τους
Μα, καλυμμένη πίσω από μια μάσκα,
Να ‘μεινε αναντίληπτη σε μένα
Ποιος ξέρει
...
Πέρασαν τα χρόνια
Ήρθες εσύ μ’ ένα λουλούδι στο ‘να χέρι
Κι ένα σπαθί στο άλλο (το κρυμμένο πίσω από την πλάτη σου)
Έκανες να μου δώσεις το λουλούδι
Μα τότε, με μια κίνηση αστραπιαία,
Με κάρφωσες με το σπαθί
Και θυμάμαι πόσο περήφανη αισθάνθηκα
Που δε μ’ είδες να βγάζω ούτε σταγόνα αίμα
Έφυγες
Κι έμεινα εγώ για κάποιον καιρό ν’ αναρωτιέμαι
Για την ύπαρξη ή όχι πληγής
Ψηλαφίζοντας με απορία το φαινομενικά ασυγκίνητο τραύμα μου
Θυμήθηκα τη χρόνια μάχη μου στον κήπο με τ’ ανάλγητα αγάλματα
Τα τόσο υπεροπτικά και τόσο αλύγιστα
Κι εμένα ν’ αγωνίζομαι με λύσσα εναντίον και για χάρη τους
Μια τρελή με λουλούδι και σπαθί από τη μια
Και κάτι γίγαντες από ντουβάρι από την άλλη
Μια ύπαρξη σε κατάσταση πυρετώδους παράνοιας
Ν’ αφρίζει, να ιδρώνει, να ματώνει
Να δίνει όλο της το είναι σ’ έναν αγώνα μάταιο και άνισο
Ενάντια κι υπέρ κάτι πλασμάτων αήττητων μα άνιωθων
Κι εκείνη την τρελή, ενώ την είχα απαρνηθεί
Και τώρα έλεγα πως τη λυπόμουν
Άξαφνα την καμάρωσα, τη ζήλεψα
Και συλλογίστηκα με φρίκη το ενδεχόμενο
Να έχω γίνει όμοια με κείνα τα αγάλματα
Χάιδεψα πάλι μ’ αγωνία το τραύμα μου
Ώσπου ένιωσα το αίμα να κυλά ζεστό
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
«Ευτυχώς!», ψέλλισα τότε
Και ξανάσανα...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-03-2014 | |