Η διαθήκη Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ήταν ένα θλιμμένο φθινοπωρινό απόγευμα. Θλιμμένο γιατί ήμουν στις μαύρες μου -ως συνήθως- και φθινοπωρινό γιατί ήταν μέσα Νοέμβρη. Ήμουν άνεργος εδώ και τέσσερεις μήνες, σχεδόν άστεγος –ο ιδιοκτήτης μου είχε πει ξεκάθαρα εντός δέκα ημερών να τα μαζεύω και να του δίνω- και υποσιτισμένος. Ένα ψιλόβροχο που δεν έλεγε απ’ το πρωί να σταματήσει ερχόταν να προσθέσει μια επιπλέον νότα μαυρίλας στη ψυχή μου. Έβαλα το μισοφθαρμένο μου μπουφάν και βγήκα βόλτα, να πάρω λίγο αέρα.
Περπατούσα περίπου δεκαπέντε λεπτά, απορροφημένος από σκέψεις, οι οποίες φτεροκοπούσαν γύρω από άμεσα θέματα επιβίωσης, όπως του τι θα φάω αύριο, πώς θα πληρώσω τη ΔΕΗ και γενικότερα πόσος χρόνος ζωής μου μένει ακόμα. Γιατί αυτή δεν ήταν ζωή! «Καλύτερα να με πατήσει εδώ και τώρα κάνα αυτοκίνητο να τελειώνουμε!» Πριν καλά-καλά προλάβω να ολοκληρώσω αυτήν τη μακάβρια ευχή, εκείνη κόντεψε να γίνει πραγματικότητα. Τα φρένα ενός αυτοκινήτου τσίριξαν δαιμονισμένα και μ’ έβγαλαν απ’ τον λήθαργό μου. Παραλίγο! Δεν είδα και δεν άκουσα τίποτ’ άλλο εκτός από μια τεράστια μούντζα κι ένα ακόμα πιο τεράστιο και μακρόσυρτο «Μαλάκααα!!!» Κούνησα πάνω-κάτω το χέρι μου σα να ζήταγα συγγνώμη ή σα να ανταπέδιδα τη βρισιά και συνέχισα το δρόμο μου προς το άγνωστο.
Χωρίς να το καταλάβω έφτασα σ’ ένα σταθμό μετρό, μπήκα μέσα και πήρα το τρένο. Μετά βγήκα σ’ έναν άλλο σταθμό, περπάτησα δυο-τρεις ώρες και τότε μόνο κατάλαβα ότι είχα φτάσει στην Κηφισιά. Κάποτε, όταν είχα αυτοκίνητο, σουλατσάριζα με μεγάλη ευχαρίστηση στους δρόμους της Κηφισιάς. Τώρα δε μου καιγόταν καρφί, τι Κηφισιά, τι Πέραμα, τι Παταγωνία! Ξαφνικά, είδα στην άκρη του δρόμου κάτι που μου κίνησε την περιέργεια. Ήταν ένας σωρός, μαύρος, αρκετά μεγάλος για να είναι σακούλα σκουπιδιών, κυρίως όμως γιατί αυτός ο σωρός μου φάνηκε πως κουνιόταν. Πλησίασα και την είδα. Μια γριούλα ήταν εκεί, πεσμένη καταγής και βογκούσε. Τη σήκωσα μαλακά και την έσυρα σχεδόν μέχρι το πρώτο παγκάκι που βρήκα στο πάρκο δίπλα στο δρόμο.
«Σ’ ευχαριστώ παιδί μου» είπε η γριούλα μόλις την κάθισα στο παγκάκι.
«Είσαι καλά γιαγιάκα;»
«Λουκία με λένε» μου απάντησε και μου φάνηκε προσβεβλημένη που την είχα αποκαλέσει γιαγιάκα.
«Είσαι καλά Λουκία;»
«Καλά παιδάκι μου, μόνο που πονάει το πόδι μου λιγάκι…ούτε που κατάλαβα πώς έπεσα!»
«Δεν είναι τίποτα γιαγ…ε…..Λουκία, μάλλον κάποιο μικρό στραμπούληγμα»
«Νάσαι καλά παιδάκι μου, σ’ ευχαριστώ πολύ…»
«Θέλεις να σε πάω κάπου; Να ειδοποιήσω κανένα συγγενή σου;»
Η γριά με κοίταξε με τα μεγάλα γαλανά μάτια της που σίγουρα πριν από μισό αιώνα θα καίγαν αρκετές καρδιές και βούρκωσε.
«Δεν έχω κανέναν παιδάκι μου, μόνο έναν ανεπρόκοπο ανεψιό αλλά έχω να τον δω πάνω από δυο χρόνια, τον έχω ξεγράψει όπως κι αυτός εμένα».
«Πού μένεις;»
«Να… σ’ αυτό το σπίτι απέναντι».
Γύρισα το κεφάλι κι έμεινα κάμποσα δευτερόλεπτα με το στόμα ανοιχτό. Αυτό που μου είχε δείξει η γηραιά κυρία δεν ήταν σπίτι, ήταν μια έπαυλη με τις κηπάρες της, με τα κιονόκρανά της, με τα όλα της! Η κυρία διέκοψε τη σαστιμάρα μου λέγοντας:
«Αν δεν σου κάνει κόπο παιδάκι μου, μπορείς να με πας σιγά-σιγά μέχρι το σπίτι μου;»
Τη σήκωσα με τα δυο χέρια, την πήρα σχεδόν αγκαλιά -ήταν πούπουλο- και προχωρήσαμε αργά προς την έπαυλη, ακούγοντας τον εαυτό μου να δηλώνει με κάπως έντονο ύφος:
«Σωτήρη με λένε».
Η σαστιμάρα μου ήταν μεγαλύτερη όταν μπήκαμε μέσα. Αφού ξάπλωσα τη γιαγιά σ’ έναν απ’ τους άπειρους καναπέδες που υπήρχαν στο σαλόνι, το οποίο μάλλον με γήπεδο έμοιαζε, έριξα μια ματιά και το μάτι μου θάμπωσε από την πολυτέλεια αλλά και την καλογουστιά των υπαρχόντων της. Κατέληξα άμεσα στο συμπέρασμα ότι η γιαγιά Λουκία ήταν κάτι παραπάνω από αρχόντισσα. Τι γυρεύω εγώ όμως ο απόκληρος εδώ πέρα; Παρ’ όλα τα πτυχία μου, τις γνώσεις μου και τις ειλικρινείς προσπάθειές μου, ήμουν ένας άνεργος που ζούσε με δανεικά, χωρίς δεκάρα στην τσέπη, έχοντας κομμένα εντελώς τα φτερά. Γιατί κάποτε –αυτό είναι βέβαιο- είχα φτερά και μάλιστα μεγάλα, αετίσια.
«Εγώ να πηγαίνω Λουκία, έκανα όπως μου είπες, πήρα τηλέφωνο το γιατρό σου και σε μια ωρίτσα θα είναι εδώ. Θα έρθει γύρω-γύρω από την πίσω πόρτα που την άφησα μισάνοιχτη…»
«Κάτσε Σωτήρη μου, πού πας; Κάτσε να μου κάνεις λίγο παρέα, να μιλήσουμε, να μου πεις τα δικά σου, να σου πω κι εγώ».
Αμάν, σκέφτηκα, δεν μου φτάνει η πείνα μου, άλλη όρεξη δεν είχα, να ξημεροβραδιαστώ με τη γιαγιά…Όμως η άτιμη η γριά, σα να μπήκε στη σκέψη μου:
«Θέλεις να φας κάτι; Το ψυγείο είναι γεμάτο. Πήγαινε βάλε ότι θες, άνοιξε κι ένα μπουκάλι κρασί και φέρε μου κι εμένα να πιω λιγάκι…Μη με παρεξηγείς που δεν μπορώ να σε περιποιηθώ εγώ, πρώτη φορά που έρχεσαι σπίτι μου αλλά στην κατάσταση που είμαι….»
«Όχι Λουκία, είναι αργά, πρέπει να πηγαίνω, άλλωστε σε λίγο θα έρθει ο γιατρός και θα είσαι πλέον σε καλά χέρια».
«Μα τί λες τώρα Σωτήρη μου; Επιμένω και μάλιστα πολύ!» Με κοίταξε και τα μεγάλα της γαλανά μάτια δήλωναν ότι δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Λίγο από περιέργεια, λίγο επειδή τη λυπήθηκα, λίγο κι εγώ δεν ξέρω γιατί, ενέδωσα. Σε δυο λεπτά καθόμουν σε μια μπερζέρα δίπλα στον καναπέ της Λουκίας, μασουλώντας ένα χοντρό κομμάτι προσούτο και πίνοντας εξαιρετικό κρασί Βουργουνδίας σε κρυστάλλινο ποτήρι. Προς στιγμή νόμιζα ότι ονειρευόμουν, ξέχασα όλα μου τα βάσανα κι αφέθηκα στην αναπάντεχη αυτή γαστριμαργική απόλαυση, την οποία είχα για χρόνια ξεγράψει από τη ζωή μου. Αισθάνθηκα σαν τον Σεραφίνο, κάποιον ήρωα των κόμικς της παιδικής μου ηλικίας, έναν αδιάκοπα πεινασμένο, καλοσυνάτο αλητάκο, ο οποίος μόλις εύρισκε φαί του έδινε να καταλάβει.
Αφού έφαγα, ήπια και χαλάρωσα, αρχίσαμε τη συζήτηση. Της είπα για τη ζωή μου, μου είπε για τη δική της-στεκόταν μια χαρά διανοητικά-και στο τέλος καταλήξαμε να της απαγγέλω διάφορα ποιήματα εκμεταλλευόμενος το προσόν της καλής μου μνήμης. Η πλούσια γραία απεδείχθη έντονα φιλότεχνος και φιλόμουσος, όταν δε κάθισα στο πιάνο της και άρχισα να παίζω έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κάποια στιγμή με αγκάλιασε, με φίλησε, στο στόμα μάλιστα. Για καλή μου τύχη, την ώρα που ετοιμαζόμουν να τραπώ σε άτακτη φυγή, εμφανίστηκε ο γιατρός! Την εξέτασε-δεν είχε τίποτα παρά μόνο μια μεγάλη μελανιά στο δεξί πόδι-και έφυγε κοιτώντας με απαξιωτικά και ενδεχομένως με ένα είδος ζήλιας. Φαίνεται πως ήταν φίλοι με τη Λουκία, από την οικειότητα με την οποία μίλαγαν καθώς την εξέταζε σχολαστικά.
«Να πηγαίνω κι εγώ…» είπα δειλά, δειλά.
Ευτυχώς, αυτή τη φορά δεν επέμεινε. Αλλά την ώρα που την χαιρετούσα, μου άρπαξε το χέρι και μου ψιθύρισε:
«Θα ξανάρθεις, υποσχέσου μου ότι θα ξανάρθεις!»
«Θα ξανάρθω» ξεστόμισα κι έφυγα σαν αστραπή.
Όλοι οι άνθρωποι καμιά φορά συμπεριφέρονται αλλοπρόσαλλα, ακόμα κι όταν πρόκειται για τον ίδιο μας τον εαυτό. Ξαναπήγα! Όχι μια-δυο, αλλά καμιά εικοσαριά φορές. Ευτυχώς, η Λουκία δεν με ξαναφίλησε στο στόμα, ούτε αποπειράθηκε καν. Συζητούσαμε επί παντός επιστητού, της απήγγειλα ποιήματα, της έπαιζα πιάνο και βεβαίως έτρωγα τον άμπακο και της άδειαζα σχεδόν όλη την κάβα από τα εκλεκτά κρασιά. Πάντως κι η ίδια αποδείχτηκε γερό ποτήρι.
Μια φορά, μου έκανε δώρο ένα χρυσό πεντόλιρο. Φυσικά, αρνήθηκα να το πάρω, εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Τελικά το πήρα και την επόμενη μέρα το σκότωσα σ’ ένα σαράφη, πληρώνοντας με το αντίτιμο καθυστερημένα ενοίκια τεσσάρων μηνών. Ο σπιτονοικοκύρης μου, γλυκάθηκε και σταμάτησε να με απειλεί. Έτσι, πήρα προσωρινά παράταση εξώσεως, αλλά από δουλειά τζίφος! Ξεποδαριαζόμουν κάθε μέρα, χτύπαγα πόρτες, παρακαλούσα, τίποτα!
Οι επισκέψεις μου στη γριά γυναίκα σιγά-σιγά άρχισαν να αραιώνουν, ώσπου σταμάτησαν εντελώς. Είχα πιάσει μια ψευτοδουλειά, μοίραζα διαφημιστικά φυλλάδια για 2 ευρώ την ώρα και κουραζόμουν αφάνταστα, οργώνοντας όλη την Αθήνα, δέκα ώρες την ημέρα, για είκοσι ευρώ. Δούλευα και Σαββατοκύριακα, οπότε πού καιρός για επισκέψεις και ατέρμονες συζητήσεις, έστω κι αν αυτές διανθίζονταν από άφθονο κρασί και εκλεκτούς μεζέδες!
Πέρασαν τέσσερεις μήνες από τότε που είχα σταματήσει να την επισκέπτομαι. Ένα απόγευμα, από τα ελάχιστα που είχα ρεπό, τα βήματά μου με οδήγησαν στην έπαυλη της Κηφισιάς. Την είχα επιθυμήσει, έτσι χτύπησα το κουδούνι με ανυπομονησία, αλλά και με αισθήματα ενοχής που είχα εξαφανιστεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Καμιά απόκριση! Ξαναχτύπησα μα και πάλι τίποτα. «Δεν θα μου ανοίγει» σκέφτηκα και κίνησα να φύγω, όμως εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μια άγνωστη γυναίκα γύρω στα σαράντα εμφανίστηκε στο κατώφλι.
«Τι θέλετε;» μου είπε παρατηρώντας με από την κορφή ως τα νύχια.
«Συγγνώμη, ήθελα την κυρία Λουκία».
«Εσείς ποιος είστε;»
«Είμαι…ένας φίλος της».
«Η κυρία Λουκία πέθανε πριν από ένα μήνα».
Αισθάνθηκα τη γη να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια μου. Την είχα συμπαθήσει αυτή τη γριούλα που με είχε δεχτεί τόσο πρόθυμα και απλόχερα σπίτι της. Τώρα συνειδητοποιούσα ότι ήταν κάτι ξεχωριστό στη μίζερη ζωή μου.
«Μήπως σας λένε Σωτήρη;» με επανέφερε στην παραγματικότητα η σαραντάρα κυρία.
«Μάλιστα,….εσείς πώς το ξέρετε;»
«Μα όλο για σας μίλαγε η καημένη, ο Σωτήρης κι ο Σωτήρης μας έλεγε συνέχεια και μας παρακαλούσε να ψάξουμε να σας βρούμε, ανησυχούσε μήπως είχατε πάθει κάτι, …τον τελευταίο καιρό δεν ήταν καλά και μια μέρα κοιμήθηκε και δεν ξαναξύπνησε. Την βρήκαμε μετά από δυο μέρες στο κρεβάτι της πεθαμένη. Την είχε προδώσει η καρδιά της».
«Αν επιτρέπετε, είστε συγγενής της;» ψέλλισα.
«Είμαι η γυναίκα του ανεψιού της».
«Μάλιστα….»
«Θέλετε να περάσετε μέσα για έναν καφέ;»
«Όχι ευχαριστώ, αντίο σας….και θερμά συλληπητήρια». Κίνησα να φύγω.
«Εσείς… πώς γνωριζόσασταν…θέλω να πω…» με ρώτησε η γυναίκα.
«Τυχαία, είχε πέσει μια φορά στο δρόμο…» είπα και προχώρησα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω.
Γύρισα στην τρώγλη μου, καταστεναχωρημένος και γεμάτος τύψεις που εξαφανίστηκα χωρίς να δώσω σημεία ζωής απ’ τη ζωή της Λουκίας. «Είσαι γαϊδούρι» μονολογούσα συνεχώς. Αν ήξερα ότι επρόκειτο να πεθάνει θα την επισκεπτόμουν κάθε μέρα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα αμέσως, ήταν ένας ύπνος ταραχώδης, γεμάτος εφιάλτες.
Το κουδούνι της εξώπορτας ήρθε να με βγάλει απ’ το λήθαργο που είχα πέσει. Σηκώθηκα ζαλισμένος και άνοιξα χωρίς να ρωτήσω καν ποιος ήταν. Ένας καλοντυμένος, ξανθός άντρας παρουσιάστηκε μπροστά μου. Φορούσε μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, μια υπέροχη γαλάζια μεταξωτή γραβάτα και μοσχοβόλαγε φίνα, ακριβή κολώνια.
«Γεια σας, ο κύριος Ευθυμίου;» μου χαμογέλασε και μια σειρά από κατάλευκα, ολόϊσια δόντια ξεπρόβαλλαν. Ο τύπος έμοιαζε με χολυγουντιανό αστέρα.
Τον κοίταζα και δεν απαντούσα γιατί αστραπιαία πέρναγαν διάφορες σκέψεις απ’ το μυαλό μου. Νάταν εφοριακός; Και τι να μου πάρει; Αφού δεν είχα στον ήλιο μοίρα. Τι διάολο να θέλει αυτός ο καλοντυμένος τύπος από ένα ρεμάλι σαν κι εμένα;
Έγνεψα ναι με μια κίνηση του κεφαλιού μου.
«Ο κύριος Σωτήρης Ευθυμίου;» επέμεινε ο τύπος.
«Ο ίδιος»
«Ιορδάνης Καλαφάτης, δικηγόρος» είπε και μου φάνηκε γνωστός, τον είχα δει στις τηλεοράσεις. Ο τύπος ήταν μεγαλοδικηγόρος, γνωστός σε όλο το πανελλήνιο.
«Χαίρω πολύ!»
«Γνωρίζετε κάποια κυρία Λουκία Ιωαννίδου;» με ρώτησε κοφτά.
Άρχισα να ιδρώνω. Λες να με κατηγορούν ότι έκλεψα τίποτα απ’ το σπίτι της μακαρίτισσας; Ή ακόμα μήπως με κατηγορούν ότι ευθύνομαι για τον θάνατό της;
«Απ’ ότι έμαθα, έχει πεθάνει…» είπα, αλλά μάλλον μόνο εγώ άκουσα τη φωνή μου.
Όμως την άκουσε κι ο τύπος: «Ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο βρίσκομαι εδώ κύριε Ευθυμίου».
Ένιωσα μια χοντρή σταγόνα ιδρώτα να κυλά στο μέτωπό μου.
«Δεν καταλαβαίνω….» είπα σα δαρμένος σκύλος.
«Να σας εξηγήσω….μπορώ να περάσω;»
«Περάστε» απάντησα εντελώς απρόθυμα.
Ο τύπος πέρασε, έριξε μια υποτιμητική ματιά στο φτωχικό μου, ανασήκωσε τα φρύδια και είπε με ύφος σαράντα καρδιναλίων:
«Ο σκοπός της επισκέψεώς μου κύριε Ευθυμίου είναι καθαρά επαγγελματικός. Η πελάτης μου, η αείμνηστος και αξιομακάριστος Λουκία Ιωαννίδου με έχει ορίσει εκτελεστή της διαθήκης της».
«Της ποιας;»
«Της διαθήκης της επαναλαμβάνω».
«Καλά και τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτό;»
«Ακούστε και μη με διακόπτετε παρακαλώ. Θα σας διαβάσω το ακριβές αντίγραφον της εν λόγω διαθήκης καθ’ ην τυγχάνητε εις εκ των κληρονόμων της»
«Τι τυγχάνω;»
«Εις εκ των κληρονόμων αυτής!»
«Καθίστε» πρότεινα στον δικηγόρο αποσβολωμένος και κάθισα πρώτος εγώ.
Αυτός, άρχισε να διαβάζει ένα μακρινάρι, γεμάτο ασυναρτησίες και νομικούς όρους, τους οποίους υπό άλλες συνθήκες θα καταλάβαινα διότι έτυχε να τελειώσω τη Νομική, η σαστιμάρα μου όμως ήταν τέτοια που ένιωθα ότι μου μιλούσε αλαμπουρνέζικα. Κάποια στιμή τον άκουσα να διαβάζει:
«…….εις τον ανηψιόν μου Κλεάνθην Ασπρογέρακα, υιόν της αποδημησάσης προσφιλούς μου αδελφής Γεωργίας, αφήνω την μονοκατοικίαν μου εις Κηφισιάν μεθ’ όλων των εν αυτή ευρισκομένων αντικειμένων πλην του πιάνου, δύο αγροτεμάχια εις Ανάβυσσον Αττικής, την εξοχικήν κατοικίαν μετά του οικοπέδου αυτής εις Άνδρον Κυκλάδων, ομόλογα και μετοχάς αξίας επτακοσίων χιλιάδων ευρώ….»
«Συγγνώμη, ήρθατε ως εδώ για να μου πείτε τι αφήνει στον ανηψιό της;» τον διέκοψα αγανακτισμένος.
«Υπομονή κύριε, θα φτάσουμε και σε σας, μου επιτρέπετε να συνεχίσω;»
«Άντε, συνεχίστε».
«Εις τον αγαπητόν μου φίλον Σωτήριον Ευθυμίου, δια τον οποίον αμφιβάλλω εάν ευρίσκεται εν ζωή και τέλος εάν ευρίσκεται -το οποίον εύχομαι- είναι μέγας όνος διότι με εγκατέλειψε, αφήνω το πιάνο μου δια να παίζει και να ενθυμείται τας ωραίας στιγμάς που επεράσαμε μαζί».
«Είμαι πράγματι όνος, αλλά δεν πειράζει, πάλι καλά που με θυμήθηκε» είπα και σηκώθηκα, θεωρώντας ότι τελειώσαμε. Ήδη είχα αρχίσει να σκέφτομαι πόσα λεφτά θα έπιανε το πιάνο όταν το σκότωνα, το υπολόγιζα ίσαμε έξι-εφτά ενοίκια.
«Καθίστε κύριε, δεν τελειώσαμε».
«Για να δούμε, μπορεί να μου άφησε και κάνα μαντολίνο!» είπα αστειευόμενος. Η βροντερή ματιά του δικηγόρου με έκανε όμως να λουφάξω ξανά στην καρέκλα μου.
«Επίσης, καταλείπω εις αυτόν τας δύο οικίας μου εν Αμαρουσίω Αττικής, εκατόν τριάντα τετραγωνικών εκάστη και διακοσίας χιλιάδας ευρώ μετρητά. Αυτά με την προϋπόθεση να ευρίσκεται εις την ζωήν, άλλως όλα αυτά να υπάγουν εις εν ορφανοτροφείον επιλογής του νομικού μου συμβούλου….»
«Ζω και παραζώ, δεν με βλέπετε; Να εδώ είμαι, ολοζώντανος, πιάστε με να βεβαιωθείτε!» έκραξα.
«Ηρεμήστε, κύριε και βέβαια ζείτε!»
«Νερό!» φώναξα κι έτρεξα στη κουζίνα. Έσπασα δυο-τρία ποτήρια με τα τρεμάμενα χέρια μου και ήπια απ’ το τελευταίο που είχε απομείνει. Άδειασε και το ξαναγέμισα, ήπια μέχρι σκασμού αλλά συνέχιζα να πίνω.
Άρχισα να χορεύω ταγκό, πιάνοντας απ’ τη μέση τον έκπληκτο δικηγόρο.
«Σας παρακαλώ κύριε, πώς κάνετε έτσι, ηρεμήστε!»
Δεν τον άκουγα κι ενώ έκανε δυο βήματα πίσω να με αποφύγει, του άρπαξα τα χέρια για να τον στριφογυρίσω αλά Τραβόλτα, ουρλιάζοντας σα λιοντάρι:
«Έξω φτώχεια!»
…………………………………………………………………………………………………….
Κάμποσες εβδομάδες μετά, ένα σπορ αυτοκίνητο σταματούσε έξω απ’ το κοιμητήριο Κηφισιάς. Ένας κύριος ξεπρόβαλλε, κρατώντας μιαν εντυπωσιακή ανθοδέσμη από κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα. Περπατούσε με αργό, σταθερό βήμα λες και πήγαινε σε παρέλαση. Προσπέρασε μερικούς τάφους χωρίς καν να τους κοιτάξει και σταμάτησε σ’ έναν πολυτελή, αστραφτερό τάφο με τη φωτογραφία μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Έσκυψε, φίλησε το παγωμένο μάρμαρο, ακούμπησε ευλαβικά τα τριαντάφυλλα κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Στη συνέχεια, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τα κυπαρίσσια. Του φάνηκε να του χαμογελούν….
Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-05-2014 | |