η μοιρασιά των βοδιών κ άλλες ιστορίες

Δημιουργός: anuya, Diogenees

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καθώς είπα στην προηγούμενη ανάρτηση, εδώ θα αναρτήσω κάποια πράγματα που θυμάμαι απο τον "παππού" Αναστάση, ώς επεξηγηματικά κ πραγματολογικά στοιχεία στο προηγούμενο ποίημα. Άκουσα απο εκείνον πάρα πολλές ιστορίες του Nasreddin Hoca, κ γενικώς δέν χόρταινα να ακούω τις ιστορίες του "παππού". Αργότερα, τις περισσότερες ιστορίες που είχα ακούσει του Nasreddin Hoca, τις βρήκα σε βιβλία. Κάποιες όμως ιστορίες δέν τις βρήκα σε κανένα βιβλίο ούτε στο διαδίκτυο, γι' αυτό οφείλω να τις δημοσιεύσω. Αρχίζω με την παρακάτω ιστορία, μιάς κ βρισκόμαστε μέσα σε καιρό εκλογών και επιλογών.
[align=center][B][font=sylfaen][color=navy]Ο Nasreddin με τον αδερφότου κληρονόμησαν απο τον πατέρατους ένα κοπάδι βόδια, ας πούμε 37 βόδια, κ μαλώνανε πώς θα τα μοιράσουν, δέν μπορούσαν να τα βρούν στη μοιρασιά. Τότε ο Nasreddin είπε: άκου τί θα κάνουμε: θα χτίσω έναν καινούργιο στάβλο δίπλα στον παλιό. Θα αφήσουμε τα βόδια απο τη βοσκή να γυρίσουν μόνατους κ να διαλέξουν σε ποιόν στάβλο θέλουν να πάνε. Όσα πάνε στον παλιό στάβλο, θα είναι δικάσου. Κ όσα πάνε στον καινούργιο στάβλο, θα είναι δικάμου. -Σύμφωνοι! είπε ο αδερφόςτου.
Έτσι, αφήσανε τα βόδια απο τη βοσκή να πάνε όπου θέλουν, χωρίς να τα οδηγήσουν. Ο Nasreddin περίμενε οτι όλα τα βόδια, ή τουλάχιστον τα περισσότερα, θα πήγαιναν στον καινούργιο στάβλο, γιατί ήταν πιό μεγάλος, πιό ευρύχωρος, πιό ευήλιος, πιό καθαρός, πιό υγιεινός, απο κάθε άποψη προτιμότερος. Ωστόσο, ούτε ένα βόδι δέν πήγε στον καινούργιο στάβλο! όλα πήγανε στον παλιό! -Γιατί; -Γιατί εκείνον τον παλιό στάβλο είχανε συνηθίσει κ γνωρίζανε.[/align][/B]
Μιά άλλη ιστορία που επίσης δέν βρίσκεται στο διαδίκτυο ούτε σε βιβλία, αρκετά έξυπνη κ με συμβολισμό:
[align=center][B][font=sylfaen][color=navy]Ο Nasreddin μιά φορά χέστηκε μές το κρεβάτιτου, κ το πρωί δέν ήθελε να βγεί απο το κρεββάτι. Η γυναίκατου άρχισε να γκρινιάζει, πότε θα σηκωθείς; τί περιμένεις; να μεσημεριάσει;
-Καλά, καλά, λέει ο Nasreddin, θα σηκωθώ, αλλα κάτσε πρώτα να σου πώ τί όνειρο είδα αυτήν τη νύχτα.
-Τί όνειρο είδες;
-Άκου: ήταν ένα μεγάλο τζαμί, κ πάνω στο τζαμί, στον τρούλο επάνω ήταν ένα τραπέζι, κ
πάνω στο τραπέζι μιά καρέκλα, πάνω στην καρέκλα ήμουν εγώ. Εν τω μεταξύ, το τζαμί απο κάτω το κρατούσανε τέσσερις γίγαντες, το σηκώνανε, κι εκείνο έτρεμε!
-Πώ πώ, λέει η γυναίκατου, εγώ άν ήμουν σε τέτοια θέση θα χεζόμουν απο το φόβομου!
-Ε κι εγώ τί νομίζεις έκανα;.[/align][/B]
Η δέ παρακάτω σύντομη ιστορία επίσης δέν βρίσκεται πουθενά ώς ιστορία του Nasreddin, βρίσκεται όμως στη περίφημη Ινδική συλλογή των 100 μυθικών παραδειγμάτων της ανθρώπινης βλακείας:
[align=center][B][font=sylfaen][color=navy]Ο Nasreddin ήθελε να χτίσει σπίτι, κ ζητούσε απο τον μάστορα να χτίσει πρώτα τον επάνω όροφο κ ύστερα τον κάτω. Τελικά εκείνο το σπίτι δέν έχει χτιστεί ακόμη.[/align][/B]
Αυτή εδώ η ανάρτηση είναι επεξηγηματικά κ πραγματολογικά στοιχεία της προηγούμενης.
Ο "παππούς" Αναστάσης δέν ήταν πραγματικά παππούςμου, αλλα αδερφός του παππούμου, απλώς τον φώναζα παππού μιάς κ τον αδερφότου, τον παππούμου, δέν τον είδα ποτέ - συγχωρέθηκε δυό μέρες προτού γεννηθώ.
Ήτανε απο ένα χωριό της Προύσας ονομαζόμενο Deréköy (Deré=ρέμα, köy=χωριό), που είχε τη φήμη οτι οι κάτοικοίτου είναι ιδιαίτερα έξυπνοι, είχανε μιά παροιμία "Dereköylü, dört gözlü" = "όποιος έχει πατρίδα το Deréköy, έχει τέσσερα μάτια".
Η Προύσα γενικότερα είχε φήμη ευτυχισμένου τόπου. Είχανε μιά παροιμία: "Búrsanın kestanesi okkada bir tanesi" (της Προύσας τα κάστανα, στην οκκά πέντε κομμάτια). Η Προύσα πλούτιζε απο την παραγωγή μεταξιού. Απο αυτό ήταν πλούσιος κ ο πατέρας του παππούμου, που λεγόταν Δημήτρης, κ επειδή είχε επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους τον αποκαλούσαν "ΧατζήΔημητ" (οι Προύσαληδες στο μεγαλύτερο μέροςτους ήταν τουρκόφωνοι, έτσι κ οι δικοίμας, αλλα ο παππούςμου κ ο αδερφόςτου αφότου ήρθαν στην Ελλάδα μάθανε καλά τα ελληνικά, τα μιλούσαν πολύ στρωτά κ καθόλου σπαστά όπως άλλοι).
Λοιπόν τον ΧατζήΔημητ τον σκοτώσανε μέσα στο πλοίο με το οποίο ερχόταν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, προφανώς για να του πάρουν τα χρήματα.
Ο αναφερόμενος στο ποίημα γεννήθηκε στα 1910, αρκετές φορές μου το είχε πεί αυτό, ημερομηνία δέν θυμάμαι, πιθανώς Μάιο γεννήθηκε, ο δέ πραγματικός παππούςμου γεννήθηκε 5 χρόνια αργότερα. Ήτανε καί οι δυότους μεγάλοι χιουμορίστες. Μιά φορά στο χωριό, στην Ελλάδα, ο ένας πήγε να συναντήσει τον άλλο, κ με κάποιες προφάσεις μαζεύτηκε κοντάτους όλο το χωριό, για να ακούσουνε τα πνευματώδη αστεία που θα λέγανε.
Καί οι δυότους, ο παππούςμου κ ο αδερφόςτου, είχαν αίμα Α- (άνευ του παράγοντος Rhesus), απο εκείνο το σόι το πήρα κι εγώ. Έχω κι άλλες ράτσες στο γονιδιακόμου προφίλ, αλλα ό,τι πήρα απο την Προύσα είναι το κάτι άλλο. Είναι απο έναν άλλο κόσμο, "ένα κομμάτι που έμεινε στην επιφάνεια απο την Εδέμ που βούλιαξε".
Όταν θύμωνε ο παππούς Αναστάσης είχε μιά βρισιά που τη βρίσκαμε πολύ αστεία, κ ο ίδιος άλλωστε για εκτόνωση κ χωρίς κακία το έλεγε: "γαμώ τον πάππο(σου)!". Δέν θυμάμαι ποτέ να τον είδα να θυμώνει τόσο που να φοβάται κανείς.
Εκτός απο τις πολλές ιστορίες του Nasreddin Hoca, είχε να λέει κ ιστορίες απο το στρατό όπου υπηρέτησε. Άλλωστε, ποιός υπηρέτησε στο στρατό κ δέν έχει να λέει ιστορίες! Πόσο μάλλον, άν πήρε μέρος σε πόλεμο. Σε ποιούς πολέμους πολέμησε τότε δέν καταλάβαινα, τώρα λογαριάζω οτι πρέπει να συμμετείχε ώς επίστρατος στην άμυνα κατα του άξονα στα 1940 κ στον εμφύλιο πόλεμο στα 1945, εκτός απο την κανονικήτου θητεία κατα το 1930. Μου έλεγε για παράδειγμα πως τρώγαν όρθιοι ή όπου έβρισκε να ακουμπήσει ο καθένας. Επίσης για έναν υπερβολικά χοντρό συνάδελφο στρατιώτη, για παράδειγμα μιά φορά που μπήκε σε αυτοκίνητο, κλάταρε η ανάρτηση απο το βάρος!
Βέβαια, ώς παιδί, είχα μεγάλη περιέργεια για όπλα κ σκοτωμούς, άραγε σκότωσε πολλούς εχθρούς;
Μου είπε: δέν έρριξα ούτε μία σφαίρα. Όσες μου έδωσαν (μου είπε τον αριθμό, δέν θυμάμαι, ας πώ 250 σφαίρες), τόσες παρέδωσα στο τέλος του πολέμου, όταν έπρεπε να παραδώσουμε ό,τι μας περίσσεψε.
Έμεινα κατάπληκτος! Μά, άν σε σκοτώνανε οι άλλοι; - Εγώ δέν μπορώ! -Μα είχατε διαταγή να πυροβολάτε! -Δέν μπορώ! -Να έρριχνες τουλάχιστον κουτουρού, για να νομίσουν οτι έκανες σωστά το καθήκονσου; - Δέν μπορώ, έλεγε νεύοντας καταπάνω με το κεφάλιτου. (Εν τω μεταξύ, για αρκετές δεκαετίες δέν άγγιξα στη ζωήμου κοτόπουλο - όχι απλώς δέν το άγγιζα, κ μόνο που το έβλεπα σφαγμένο ήθελα να φύγω τρέχοντας - απο τότε που είχα δεί ένα κοτόπουλο την ώρα που σφαζόταν. Έβλεπα λοιπόν άλλους να τρώνε κοτόπουλα κ πίστευα οτι αυτοί οι άνθρωποι δέν πρόκειται να διστάσουν ποτέ μπροστά σε τίποτα). Του είπα: κρέας όμως τρώς. Ζώο να σφάξεις μπορείς; - Άλλο εκείνο. Ανθρώπου ψυχή όμως να πάρω; (κουνούσε το κεφάλιτου δεξιά αριστερά σε ένδειξη άρνησης, παρόμοια όπως κουνούσε το κεφάλι μή μπορώντας να μου πεί κάτι στα στερνάτου): όχι!
Σε αυτό το ποίημα σκέφθηκα να βάλω περισσότερα λογοπαίγνια, π.χ. "δέν διωχναν μία μιαρή - μύγα που γύριζε εκεί" - το απέφυγα, γιατί οι πολλές παρηχήσεις δίνουν ένα χιούμορ που θα ξεπερνούσε τα όρια αυτού του ποιήματος.
Επίσης, θα μπορούσα να έλεγα: "βρήκαν απ' την Αθή-να ένα και φέραν εκεί" - προτίμησα μιά παλιομοδίτικη λέξη για να μεταφέρω κάτι απο την ατμόσφαιρα της πιό παραδοσιακής, κ πιό αληθινής, ζωής.
[align=center][B][font=sylfaen][color=navy]Παρόλο που μου είχε διηγηθεί πολλές ιστορίες του Nasreddin, ήταν, καθώς σημείωσα, ανόμοιόςτου. Ο Nasreddin, λένε τα σχετικά αστεία, σε όλητου τη ζωή φοβόταν πολύ τον θάνατο. Στα στερνάτου όμως, εκεί που τον περιμένανε να ξεψυχήσει, όλο γελούσε κ καλαμπούριζε. Ήρθανε κ μιά παρέα επαγγελματίες μοιρολογίστρες για να τον κλάψουνε, αυτές ήταν νέες κ όμορφες. Μία απο αυτές τον ρώτησε: Hocaμου, τί θα ήθελες να λέμε καθώς θα θρηνούμε μοιρολογώνταςσε; τί λόγια να λέμε στο μοιρολόιμας; Ο Nasreddin απάντησε: να λέτε τα εξής: "ά, τον κακομοίρη, που χάθηκε απο τον κόσμο που είναι γεμάτος απο ωραίες κοπέλες όπως για παράδειγμα είμαστε κι εμείς! Πάει ο κακομοίρης που του άρεζε τόσο πολύ να κάνει παρέα με ωραίες κοπέλες όπως για παράδειγμα είμαστε εμείς! Πόσο θα λυπάται στον άλλο κόσμο που θα του λείπουν οι ωραίες κοπέλες, όπως για παράδειγμα εμείς!". Και εκτός αυτού, όλο έλεγε αστεία κ γελούσε εκείνη την ώρα που τον περίμεναν να ξεψυχήσει. Τότε κάποιος του είπε: Nasreddin, εσύ σε όλησου τη ζωή φοβόσουν το θάνατο, πώς γίνεται τώρα σε μιά τέτοια ώρα όλο να αστειεύεσαι κ να γελάς; μήπως δέν έχεις συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης; Τότε ο Nasreddin απάντησε: "πραγματικά, σε όλη τη ζωήμου φοβόμουν το θάνατο, γιατί τότε είχα τρόπο να του ξεφύγω, κ έπρεπε να του ξεφεύγω. Τώρα βλέπω οτι δέν έχω τρόπο να ξεφύγω, δέν ωφελεί να φοβάμαι λοιπόν, μόνο προετοιμάζομαι για να πάω στον άλλο κόσμο χαρούμενος κ γελαστός![/align][/B]
Ο παππούς Αναστάσης όμως σε αυτό ήταν ανόμοιος: στη ζωήτου δέν έδειξε ποτέ να φοβάται τον δικότου θάνατο, στα στερνάτου όμως φοβόταν κ λυπόταν τόσο, όσο ελπίζω να έγινε κατανοητό με το ποίημα.
Αυτά ήθελα να δώσω ώς επεξηγήσεις στο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ= http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=224720, που επέχουν θέση ξεχωριστής ανάρτησης στον παρόντα ιστότοπο.
Άν κάτι άλλο θα θέλατε να ρωτήσετε κ να προσθέσω, ευπρόσδεκτο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-05-2014