Είναι όλα τόσο απλά Δημιουργός: marisotri, Μαρία Τριανταφύλλου Καλημέρα και καλή εβδομάδα!! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και έκαιγε την καστανή ράχη της, κάνοντάς την να νυστάζει περισσότερο.
Δύο μύγες ζουζούνιζαν σαν τρελές γύρω από τα αυτιά της και δεν την άφηναν να ησυχάσει.
Η αρκούδα τίναξε για λίγο τα πόδια της ψηλά, σηκώθηκε απότομα και τράβηξε προς την πλαγιά αναζητώντας τροφή.
Είχε μέρες να φάει κάτι καλό και χορταστικό. Κάθε βράδυ κατέβαινε στον κάμπο και έκανε απόπειρες να εισβάλει σε περιβόλια και μποστάνια για λίγα φρούτα και λαχανικά. Όμως πάντα έβρισκε εμπόδια, καθώς τα σκυλιά παραφύλαγαν και δεν την άφηναν να πλησιάσει. Το ίδιο είχε συμβεί και το προηγούμενο βράδυ.
Γύρισε πίσω στο δάσος κυνηγημένη και νηστική και τώρα έπρεπε να ξεγελάσει την πείνα της με μανιτάρια τα οποία έβρισκε δύσκολα, γιατί είχαν πάψει πια να φυτρώνουν.
Ξαφνικά έπεσε επάνω σε μία χελώνα η οποία είχε αναποδογυρίσει στο μονοπάτι και πάλευε να επαναφέρει το καβούκι στη σωστή του θέση για να περπατήσει και πάλι.
Σκέφτηκε ότι της χαμογέλασε η τύχη και θα μπορούσε να χορτάσει για λίγο, τρώγοντας τη χελώνα που έστεκε ανήμπορη μπροστά της.
Έσπρωξε το καβούκι και η χελώνα ξαναβρήκε την ισσοροπία της.
"Ευχαριστώ πολύ", είπε ευγενικά στην αρκούδα. "Καλά που βρέθηκες στο δρόμο μου και με γύρισες, είχα κουραστεί να προσπαθώ", συνέχισε η χελώνα.
"Τώρα όμως πρέπει να σε φάω", απάντησε η αρκούδα,"είμαι μέρες νηστική και δε βλέπω μπροστά μου από την πείνα", μούγκρισε πάνω από το κεφαλάκι της.
Η χελώνα ζάρωσε στο καβούκι της τρομαγμένη και παρακάλεσε την αρκούδα να την αφήσει να ζήσει.
"Μη με φας σε παρακαλώ, άσε με να φύγω κι εγώ θα σου δείξω ένα μέρος όπου θα μπορέσεις να βρεις αρκετή τροφή", ψέλλισε δειλά.
"Και πού είναι αυτό το μέρος"; ρώτησε με δυσπιστία η αρκούδα.
"Να, βλέπεις εκείνο το ξέφωτο που είναι γεμάτο φτέρες; εκεί θα βρεις πάρα πολλές αρωματικές και λαχταριστές αγριοφράουλες. Φυτρώνουν κάτω από τις φτέρες και παραμένουν δροσερές και ολόφρεσκες συνεχώς.
¨Ελπίζω να λες αλήθεια", γρύλισε η αρκούδα πατώντας το καβούκι με το πόδι της.
"Μην προσπαθήσεις να με ξεγελάσεις, γιατί δε θα μου γλιτώσεις όπου και να κρυφτείς", είπε και σηκώθηκε όρθια, πατώντας μόνο στα πίσω πόδια.
"Αλήθεια σου λέω, πήγαινε στις φτέρες και θα βρείς έναν ολόκληρο κήπο από αγριοφράουλες", ψιθύρισε η χελωνίτσα. "Μόνο μην τις φας όλες, άφησε και για τα άλλα ζώα και τα πουλιά του δάσους", την παρακάλεσε καθώς την έβλεπε να τρέχει βιαστική προς τα εκεί.
Η αρκούδα γούρλωσε τα μάτια της από την έκπληξη.
Δεν περίμενε ποτέ ότι θα έβρισκε τόσες πολλές φράουλες μαζεμένες μέσα στο δάσος και μάλιστα διπλα στη φωλιά της.
Τώρα πια δε θα χρειαζόταν να τρέχει στους κάμπους και να λαχταρά από φόβο κάθε φορά που θα την έπαιρναν στο κυνήγι τα σκυλιά. Τώρα θα χόρταινε τρώγοντας τους καρπούς που τόσο απλόχερα της χάρισε η φύση.
Χωρίς να χάσει καιρό, έπεσε επάνω στις αγριοφράουλες και έτρωγε με ευχαρίστηση προσπαθώντας να γεμίσει το άδειο στομάχι της.
Δεν ήταν μόνο η πείνα που την έκανε να τρώει ασταμάτητα, αλλά και η λαιμαργία της που δεν την άφηνε να χορτάσει κι έτσι έφαγε όλες τις φράουλες.
Αφού απόλαυσε το γεύμα, ξάπλωσε επάνω στις φτέρες τεντώνοντας τα κουρασμένα πόδια της.
Λίγο πιο κάτω, η χελώνα αργά αργά είχε καταφέρει να φτάσει στην πηγή, θέλοντας να ξεδιψάσει και να δροσιστεί λιγάκι.
Πριν εμφανιστεί όμως μέσα από τα ψηλά χόρτα που την έκρυβαν, άκουσε γρυλίσματα και θορύβους που έφταναν από κάπου κοντά.
Κατάλαβε ότι ήταν τα σκυλιά και τα άκουσε να καταστρώνουν σχέδια για να στήσουν ενέδρα στην αρκούδα.
Μετά από την ολονύχτια καταδίωξη, συμφώνησαν να περαμείνουν στο δάσος και να την παγιδεύσουν επιτέλους.
Έλεγαν πως είχε εξελιχθεί σε μεγάλο μπελά, αναστατώνοντάς τα κάθε βράδυ. Έπρεπε να απαλλαγούν από την αφεντιά της κι έτσι αποφάσισαν να την περικυκλώσουν πού αλλού; στην πηγή, εκεί όπου όλα τα ζώα σταματούσαν για να ξεδιψάσουν.
Η χελώνα δεν έχασε καιρό και γύρισε πίσω για να βρει την αρκούδα και να την ενημερώσει. Στο κάτω κάτω, της είχε χαρίσει τη ζωή κι έπρεπε να τη βοηθήσει.
Ήξερε όμως πως με την ταχύτητα που βάδιζε, δε θα προλάβαινε να τη συναντήσει έγκαιρα κι εκείνη θα πλησίαζε πολύ κοντά στην πηγή.
Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια και κάλεσε τα πουλιά, λέγοντάς τους πως η αρκούδα κινδύνευε και έπρεπε να σωθεί.
Τα πουλιά γκρίνιαξαν λιγάκι γιατί τους χαλούσε το παιχνίδι, μα όταν η χελώνα τους υποσχέθηκε πως αν την έβρισκαν θα έπαιρναν σαν επιβράβευση λαχταριστές αγριοφράουλες, το ξανασκέφτηκαν και τινάζοντας τις φτερούγες τους με χαρά, πέταξαν προς την πλαγιά με τις φτέρες.
Βρήκαν την αρκούδα να κοιμάται ρουθουνίζοντας ρυθμικά, και τα σάλια της ποτισμένα με το χυμό από τις αγριοφράουλες, να στάζουν στο γρασίδι.
Τιτίβισαν δυνατά γύρω της και της είπαν για όλα όσα συνέβαιναν στην πηγή, αλλά και για τη συμβουλή της χελώνας να μείνει μακριά επειδή κινδυνεύει.
Τρόμαξε για λίγο, μα χάρηκε από τη βοήθεια της χελώνας και θέλησε να την ευχαριστήσει. Ζήτησε από τα πουλιά να πετάξουν προς την πηγή και να της το πουν, μα εκείνα στέκονταν αμίλητα στο γρασίδι μπροστά της.
Η αρκούδα προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει, όταν κάποια στιγμή τα πουλάκια κελάηδησαν όλα μαζί και της ζήτησαν το μερίδιό τους από τις φράουλες.
Μόνο τότε σκέφτηκε ότι αγνόησε την επιυθμία της χελώνας να φυλάξει φράουλες για τα ζώα και τα πουλιά. Ντροπιασμένη, έδειξε το λεηλατημένο περιβολάκι του δάσους.
Μια απογοήτευση φάνηκε στα πρόσωπα των πουλιών, που δε δίστασαν να της μιλήσουν με θυμό. Τη χαρακτήρισαν άπληστη και αχάριστη και της είπαν πως με τη λαιμαργία της, κατέστρεψε ότι πολυτιμότερο υπήρχε για τα ζώα του δάσους. Της φώναξαν πως σκέφτηκε μόνο τον εαυτό της, ενώ θα έπρεπε να μάθει να μοιράζεται τα αγαθά της φύσης.
Έτσι οργισμένα, της γύρισαν την πλάτη και πέταξαν μακριά τιτιβίζοντας παντού την αχαριστία της, ώστε να το μάθουν όλοι.
Η αρκούδα λυπήθηκε πολύ. Ήξερε ότι δεν ήταν αχάριστη και άδικη, προσπαθούσε τουλάχιστον να ζει αρμονικά και δίκαια με τα ζώα του δάσους.
Για όλα αυτά έφταιγε η λαιμαργία και η απροσεξία της.
Αργότερα μέσα στη φωλιά της, δυσκολευόταν να κοιμηθεί και σκεφτόταν λυπημένη όλα όσα είχαν συμβεί.
Στριφογύριζε ανήσυχα μια από δω και μια από εκεί, νιώθοντας ενοχές.
Ήθελε να επανορθώσει και αποφάσισε να κατέβει στο χωριό και να κάνει για τα πουλιά, ότι δεν τόλμησε να κάνει για τον εαυτό της.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, και ένα λαμπερό φεγγάρι έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του χαρίζοντας φως σε ολόκληρο το δάσος.
Αυτό την έκανε να ανησυχήσει, γιατί ήξερε πως θα γινόταν ορατή από τα σκυλιά, μα δεν την ένοιαζε πια.
Έφτασε στο πρώτο αγρόκτημα και κατευθύνθηκε προς το φράχτη του.
Εδώ και μέρες είχε προσέξει το περιβόλι με τα καρποφόρα δέντρα και λαχταρούσε να γευτεί τα κεράσια που είχαν οριμάσει και γυάλιζε η σάρκα τους ανάμεσα στα κλαδιά.
Τα πουλιά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τις κερασιές, γιατί ο ιδιοκτήτης είχε στήσει μέσα στο περιβόλι ένα μεγάλο σκιάχτρο που τα τρόμαζε και έφευγαν πετώντας ψηλά.
Τα σκυλιά την είχαν ήδη μυρίσει και βρέθηκαν μπροστά της γαυγίζοντας απειλητικά.
Η αρκούδα έσπρωξε το φράχτη και εκείνος έγειρε στο πλάι. Τότε με ένα ξαφνικό πήδημα πέρασε μέσα στο περιβόλι και όρθια στα δυο της πόδια, προσπάθησε να τσακίσει ένα κλαδί που είχε γύρει από το βάρος των κερασιών.
Τα σκυλιά προσπάθησαν να την εμποδίσουν με δαγκωματιές, όμως εκείνη παρά το φόβο και τους πόνους, συνέχιζε να κουνά το κλαδί ως τη στιγμή που ακούστηκε ένα δυνατό κρακ και έπεσε στο έδαφος.
Χωρίς να καθηστερήσει το άρπαξε στο στόμα της. Παλεύοντας να αποφύγει τα σκυλιά, έβγαλε ένα δυνατό μουγκρητό και πήδηξε έξω στο δρόμο.
Έτρεχε με όση δύναμη είχε, ώστε να ξεφύγει από τα αγριεμένα σκυλιά που την κυνήγησαν μέχρι το δάσος.
Κατάφερε να πάρει μια ανάσα όταν κατάλαβε πως τα σκυλιά είχαν μείνει πίσω και δεν την ακολουθούσαν πια. Όμως είχε κουραστεί πολύ και έτρεμε καθώς οι πληγές της αιμοραγούσαν, και την είχαν αποδυναμώσει.
Κουτσαίνοντας και με βαριά ανάσα, έφτασε μέχρι το ξέφωτο. Εκεί θα πήγαιναν τα πουλιά με το ξημέρωμα και θα έβλεπαν το κλαδί με τα κεράσια.
Αφού κατάφερε να το αφήσει εκεί που ήθελε, έκλεισε ευχαριστημένη τα μάτια και περίμενε να σταματήσει η καρδιά της.
Ένα δυνατό φως έπαιζε παιχνίδια με τα φύλλα των δέντρων κάνοντας τις σκιές να χορεύουν μαγικά.
Ανοίγοντας τα μάτια της προσπάθησε να δει πέρα από τις ηλιαχτίδες και της φάνηκε πως άκουσε χαρούμενες φωνές να τραγουδούν.
Ένιωσε ένα μούδιασμα εκεί που πριν αιμοραγούσε και είδε τη χελώνα να γλείφει με θεραπευτικό τρόπο τις πληγές της.
"Μείνε μαζί μου εδώ κοντά
να μοιραστούμε τη χαρά
κι όταν στα δύσκολα θα φτάσεις
να ξέρεις όλα είναι απλά,
πάρε μα δώσε πιο πολλά
και θα 'χεις πάντα συντροφιά
τους φόβους σου αν ξεπεράσεις
πίστεψε όλα είναι απλά".
Τα πουλιά τραγούδησαν ξανά και ξανά για την αρκούδα κι εκείνη χάρηκε πολύ.
Ναι, τελικά όλα θα ήταν τόσο απλά αν είχε μοιραστεί από την αρχή.
Είχε πάρει το μάθημά της και τώρα ένιωθε πολύ κοντά σε όλα τα ζώα του δάσους.
Ξάπλωσε ευτυχισμένη στο γρασίδι και άκουγε τις χαρούμενες φωνές γύρω της.
"Αν ταξιδέψεις νοερά
με τα δικά μου τα φτερά
θα μάθεις όταν θα πετάξεις
πως είναι όλα τόσο απλά"....
λα λα λα
λα λα λα.....
mariso. Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-06-2014 | |