Το Ταξίδι

Δημιουργός: Καραμελομένος_Χιμπανζτής

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το πλοίο σάλπαρε γι' άγνωστα μέρη, κάποιον Ιούλιο, βαθύ πρωί,
Ναύτες τρελοί, κρατούσαν στο χέρι, μπουκάλια πίναν, γλυκό κρασί.
Και οι μέρες πέρασαν, ίδιες στο μάτι, ίδιες στη σάρκα και στη ψυχή,
βουτηγμένες στο μπλε και μιαν απάτη, ότι θα φτάσουν σε μιαν ακτή.

Μα η θάλασσα μοιάζει, να είναι αιώνια, είν' ο ουρανός, πάνω στη Γη,
να τη διαβείς θα πάρει χρόνια, και ό,τι εσύ ήσουν, θα πνιγεί.
Η ελπίδα χάθηκε, μαζί και ο χρόνος, το μόνο πού 'μεινε, μία κραυγή,
Να τους θυμίζει πως ζει ο πόνος, σ' όσα απλώνεται η σιωπή.

Γέρικα χείλη, ποτισμένα μ' αλμύρα, του καπετάνιου, τραγουδούνε τη σκέψη,
"Του ανθρώπινου γένους είναι η μοίρα, από 'κεί πού 'ρθε, να επιστρέψει.
Γελάστε, λοιπόν, μη φοβηθείτε, τώρα που θάνατος μυρίζει παντού.
Στα κύματα επάνω θα κοιμηθείτε, στ' αλαργινά ταξίδια του νου".

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-08-2014