Η Εταιρα Δημιουργός: athos.ioannou@gmail.com Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η ΕΤΑΙΡΑ
Δυό σπιθαμές το ρούχο της, τι τάχα μου να κρύβει,
Σαν περπατούσε στα στενά, Θεέ μου και να μην σκύβει,
Στήναν χορό οι νεαροί, χορεύανε κι’ οι γέροι,
Αφου την αποκάλυψη σε τούτα δω τα μέρη,
Αλοιώς τους την εμάθανε, κι’ αλοιώς όλοι την ξέραν,
Τώρα την βλέπουν και αυτοί, από ξανθιάν εταίραν,
Αυτή, τάχα μου ανέμελα όλους τους χαιρετούσε,
Κι’ ένα τσιγάρο δανικό, με χάρη τους ζητούσε,
Άναβε σ’ όλα τα κορμιά, φωτιές που δεν εσβύναν,
Η γειτονιά καιγότανε κι’ όλοι κρασάκι πίναν,
Δυό πήχες ρούχο στο κορμί, και τι να πρωτοκρύψει,
Θαρρείς πως ήθελε πολύ, το σώμα της να δείξει,
Τ’ αγόρια μες την γειτονιά, ήταν όλα καψούρια,
Όταν την βλέπαν να περνά, τους έπιανε μιά φούρια.....
Και δος του αναστεναγμοί, και πονηρές κουβέντες,
Να σβύσουνε την κάψα τους, θέλανε οι λεβέντες....
Μ’ αυτή δεν καταλάβαινε, τον πόθο πως σκορπούσε,
Κι’ ότι τους άνδρες όλους τους, με έρωτα μεθούσε,
Σε όλους χαμογέλαγε, μεσόκοπους και γέρους,
Στους νεαρούς, στους έφηβους, μα και στους καλογέρους,
Μιά μέρα όμως, χτύπησε την πόρτα της ο έρως,
Ένας ψηλός μελαχροινός, καταμεσής στο θέρος,
Σαν κεραυνός την κτύπησε, σαν πυρκαγιά που καίει,
Σαν λάβα μες τις φλέβες της, τώρα το αίμα καίει,
Τώρα κατάλαβε γιατί, όπου κι αν περπατούσε,
Έβλεπε άνδρες να πονούν, το σώμα τους ριγούσε,
Έτσι τηνε κδικήθηκε, ο έρωτας μια μέρα,
Τώρα πονά, παραμιλά, όμως την λεν εταίρα....
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-08-2014 | |