Το ερωτικό τραγούδι του J.alfred Prufrock

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από το: 'Οι ξένοι που αγάπησα'

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ J. ALFRED PRUFROCK
T.S.Eliot (1888-1965).



Όταν το βράδυ απλώνεται στον ουρανό
σαν άρρωστος ναρκωμένος με αιθέρα στο τραπέζι,
ας πάμε τότε, εσύ κι’εγώ..
Ας πάμε, περνώντας κάποιους μισο-εγκαταλελειμμένους δρόμους,
τα όλο μουρμούρα καταφύγια
ανήσυχων νυχτών σε φτηνά, της μιάς βραδυάς, ξενοδοχεία,
κι’εστιατόρια με ροκανίδι στο δάπεδο και κελύφη οστράκων,
δρόμους που ελίσσονται σαν μία ανιαρή συζήτηση,
με επίβουλη πρόθεση
να σε οδηγήσει σ’ένα συντριπτικό ερώτημα..
Ω, μη ρωτάς ‘Ποιο είναι;’


Ας πάμε να κάνουμε την επίσκεψή μας.
Στην αίθουσα οι γυναίκες πηγαινοέρχονται
μιλώντας για τον Μικελάντζελο.

Η κίτρινη ομίχλη που ξύνει την πλάτη της στα τζάμια,
ο κίτρινος καπνός που ξύνει την μουσούδα του στα τζάμια,
έγλυψε με την γλώσσα της τις γωνιές της βραδυάς,
χασομέρησε στις λιμνούλες που απόμειναν στις αποστραγγίσεις,
άφησε να πέσει στην πλάτη της η αιθάλη από τις καμινάδες,
γλίστρησε στην ταράτσα, έδωσε ένα ξαφνικό σάλτο
και βλέποντας πως ήταν μια γλυκειά νύχτα του Οκτώβρη,
κουλουριάστηκε μία γύρω από το σπίτι κι’αποκοιμήθηκε..

Και στ’αλήθεια θα’ρθει καιρός
για τον κίτρινο καπνό που γλυστρά κατά μήκος του δρόμου,
τρίβοντας την πλάτη του στα τζάμια των παραθυριών,
Θα’ρθει καιρός, θα’ρθει καιρός
να φτιάξει ένα πρόσωπο για να συναντά τα πρόσωπα που συναντάς.
Θα έρθει καιρός να δολοφονεί και να δημιουργεί
και καιρός για όλα τα έργα και τις ημέρες χεριών
που εγείρουν και ρίχνουν ένα ερώτημα στο πιάτο σου.
Καιρός για’μένα και’σένα
κι’ακόμα καιρός για μια εκατοντάδα δισταγμούς
και για μια εκατοστή οράματα κι’άναθεωρήσεις,
πριν πάρεις ένα τσάϊ κι’ένα τοστ.

Στην αίθουσα οι γυναίκες πηγαινοέρχονται
μιλώντας για τον Μικελάντζελο.

Και πράγματι θα’ρθει καιρός
να διερωτάσαι: ‘Τολμώ;’ και ‘Τολμώ;’
Καιρός να γυρίσω πίσω και να κατέβω την σκάλα
μ’ένα τμήμα φαλακρό στο μέσο των μαλλιών μου-
( Αυτές θα πούν: ‘Πως αραιώνουν τα μαλλιά του!’)
Το πρωινό μου πανωφόρι, το κολάρο μου σφιχτά ανεβασμένο ως το πηγούνι,
η γραβάτα μου πλούσια και σεμνή, όμως στερεωμένη με μιαν απλή καρφίτσα-
( Αυτές θα πούν: ‘Μα πόσο λεπτά είναι τα χέρια και τα πόδια του!’).
Τολμώ να διαταράξω το σύμπαν;
Σ’ένα λεπτό υπάρχει καιρός
για αποφάσεις κι’αναθεωρήσεις που ένα λεπτό θα αντιστρέψει..

Επειδή όλα τα έχω ήδη γνωρίσει, όλα τά’χω γνωρίσει:
Έχω γνωρίσει τις βραδυές, τα πρωινά, τα απογεύματα,
με κουταλιές καφέ έχω μετρήσει την ζωή μου,
γνωρίζω τις φωνές που σβήνουν με μία επιθανάτια εξασθένιση,
ασθενέστερες από την μουσική σε μακρυνή αίθουσα.
Πως θα μπορούσα επομένως να αποτολμήσω;

Κι’έχω ήδη γνωρίσει τα βλέμματα, όλα τά’χω γνωρίσει-
Τα βλέμματα που σε καρφώνουν σε μια διατυπωμένη φράση,
κι’όταν είμαι διατυπωμένος ακατάστατα σε μια καρφίτσα,
όταν είμαι καθηλωμένος και σπαρταρώ στον τοίχο,
πως θα μπορούσα τότε να αρχίσω
να φτύνω περιφρονητικά τα αποκόμματα των τρόπων μου και των ημερών μου;
Και πως θα αποτολμούσα;

Κι’έχω γνωρίσει πιά τα μπράτσα. όλα τά’χω γνωρίσει -
Μπράτσα με μπρασελέ και λευκά και γυμνά,
( Όμως στο φως της λάμπας, κατεβασμένα με ελαφρά καστανό τρίχωμα).
Είναι το άρωμα από ένα φόρεμα
που εκτρέπει έτσι την σκέψη μου;
Μπράτσα που απλώνονται πάνω σ’ένα τραπέζι ή τυλίγονται σε μια εσάρπα.
Και θα’πρεπε λοιπόν ν’αποτολμήσω;
Και πως θα έπρεπε ν’αρχίσω;

Να’λεγα, έχω περπατήσει στενούς δρόμους στο σούρουπο
και έχω δεί τον καπνό που ανεβαίνει από τις πίπες
μοναχικών ανδρών, με μακρυμάνικα πουκάμισα,
σκυμμένων έξω από παράθυρα;…

Θα’πρεπε νά’μουν ένα ζευγάρι τραχειές δαγκάνες
που σκάβουν στον πυθμένα σιωπηλών θαλασσών.

**************

Και τόσο γαλήνια κοιμάται το απόγευμα, το βράδυ!
Ηρεμισμένο από μακρυά δάχτυλα,
κοιμισμένο…κουρασμένο…ή κάνει τον άρρωστο
ξαπλωμένο στο δάπεδο, εδώ πλάϊ σε’σένα και’μένα.
Θα’πρεπε εγώ, μετά το τσάϊ,τα κέηκς και τα παγωτά,
να έχω την δύναμη να φέρω την στιγμή στον παροξυσμό της;
Όμως αν και έχω κλάψει και νηστέψει, κλάψει και προσευχηθεί,
αν και έχω δεί το ( με ελαφρά φαλάκρα) κεφάλι μου να έρχεται σε μια πιατέλα,
δεν είμαι προφήτης -και αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία-
έχω δεί τον αιώνιο Οδοιπόρο να κρατά το πανωφόρι μου και να χαχανίζει,
και, εν ολίγοις, φοβήθηκα.

Και, τέλος πάντων,θα τ’άξιζε αυτό,
μετά τα φλυτζάνια, την μαρμελάδα, το τσάϊ,
ανάμεσα στις πορσελάνες, στην μέση μιας συνομιλίας μας,
θα τ’άξιζε αυτό,
να είχαμε μ’ένα χαμόγελο κόψει το θέμα με τα δόντια,
να είχαμε συμπιέσει το σύμπαν σε μια μπάλα
που να κυλούσαμε προς κάποιο συντριπτικό ερώτημα,
να πούμε:-‘Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι απ’τους νεκρούς,
ξανάρχομαι να σας τα’πώ όλα, θα σας τα’πώ όλα’-
άν κάποιος ,φτιάχνοντας ένα μαξιλάρι στο κεφάλι της
θα’λεγε: ‘Αυτό δεν είν’ καθόλου αυτό που εννοούσα,
καθόλου δεν είν’αυτό.’

Και, τέλος πάντων,θα τ’άξιζε αυτό,
θα τ’άξιζε,
μετά τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλές και τους καταβρεγμένους δρόμους,
μετά τις νουβέλες, μετά τα φλυτζάνια του τσαγιού, μετά τα φορέματα που σέρνονται στο δάπεδο-
κι’αυτό και τόσα περισσότερα;
Μου είναι αδύνατο να’πώ τι ακριβώς εννοώ!
Αλλ’ όπως αν ένας μαγικός φανός έριχνε πάνω σε μια οθόνη, σε σχέδια, τα νεύρα:
Θα τα’άξιζε αυτό
αν κάποιος ,φτιάχνοντας ένα μαξιλάρι ή πετώντας μια εσάρπα
και στρεφόμενος προς το παράθυρο, θά’λεγε:
‘ Καθόλου δεν είν’αυτό,
καθόλου δεν είν’αυτό που εννοούσα’.

Όχι! Δεν είμαι ο Πρίγκηπας Άμλετ, ούτε εννοείτο να ήμουν.
Ένας ακόλουθός του είμαι, ένας που θα κάνει
να μεγαλώσει μια πρόοδος, να αρχίσει μια σκηνή ή δύο,
θα συμβουλεύει τον πρίγκηπα, ένα βολικό εργαλείο ,αναμφίβολα,
γεμάτος σεβασμό, ευτυχής να είμαι χρήσιμος,
συνετός, προσεχτικός και σχολαστικός,
γεμάτος ιδέες, αλλά λίγο κουτός,
μερικές φορές γελοίος, πραγματικά-
Μερικές φορές ο Γελωτοποιός, σχεδόν.

Γερνώ…γερνώ…
Θα φορέσω αναδιπλωμένα τα μπατζάκια του παντελονιού μου.

Να κάνω πίσω χωρίστρα τα μαλλιά μου; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορέσω λευκό μάλλινο παντελόνι και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδούν η μιά στην άλλη.

Δεν νομίζω πως θα μου τραγουδήσουν.

Τις έχω’δεί να καλπάζουν προς τ’ανοιχτά, πάνω στα κύματα,
χτενίζοντας την προς τα πίσω ανεμίζουσα κόμη των κυμάτων,
όταν ο άνεμος φυσά το νερό λευκό και μαύρο.
Θαλασσοκόριτσα, στεφανωμένα με κόκκινα και καφετιά θαλασσόχορτα,
μας έχουν κάνει να ξεχαστούμε στα δώματα της θάλασσας,
μέχρις που ανθρώπινες μας ξυπνούν φωνές.. και πνιγόμαστε..


Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ‘Poetry’, τον Ιούνιο του 1915.
Απόδοση στην ελληνική: Μ.Ελμύρας,31 Οκτωβρίου 2014.





[align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-11-2014