Ο επικήδειος μιας πόρνης …

Δημιουργός: ΚΟΥΡΕΛΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, ΚΟΥΡΕΛήΣ ΕΥΣΤΡάΤΙΟΣ

Αυτός ο έμμετρος επικήδειος, αποτελεί τον ελάχιστο φόρο τιμής στην εφήμερη συντροφιά του ναύτη, στο άντρο των νυμφών, στα λιμάνια. Στις σύγχρονες σειρήνες.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Την αρετή σου ψάχνεις μα προδίδεσαι
στης πρέζας την χαρμάνα βουτηγμένη,
με δουλοπρέπεια να σέρνεσαι χαμένη
στους φαύλους εραστές σαν παραδίνεσαι.

Μιά κιβωτός που διάλεξε να μπει το Φως
από τις γρίλλιες σκονισμένου παραθύρου,
έτσι γεννήθηκες ... στην μήτρα του απείρου
του αληθινού και του ωραίου ουραγός.

Σε φθόνησε ο ευνούχος που σε βάφτισε
σταλαγματιές από λουλά μεταλαβαίνεις,
κάνοντας έργα , διχως να ... καταλαβαίνεις
το γάλα σου η ειμαρμένη λάκτισε.

Κάποιοι απόκληροι , της σκέψης εκδορείς
σε παραδώσανε στον δήμιο σφαχτάρι,
ξέπνοη `πόμενες ... σαν ήρωα κουφάρι
κατάματα το πεπρωμένο να θωρρείς.

Λαθραία πάντα ... κλοπιμαία η χαρά
παλεύεις άνισα με κείνη την κατάρα,
ο κλήρος σου `λαχε νάσαι κόρη σε φάρα
που σκύλα γέννησε με αετού φτερά

Στην ιστορία μιά τυχαία αυλακιά
αλέτρι όργωνε την άσωτη ζωή σου,
διαμελήζοντας την παιδική ψυχή σου
τις αμαρτίες σου ονόμασες προικιά.

Κοινή σε φώναζαν νεκροί και ζωντανοί
κι ας ζούσε μέσα στην καρδιά η παρθενιά σου,
είχαν το χρώμα της ερήμου τα μαλλιά σου
κι ήταν το γέλιο σου εικόνα αυγινή.

Το πέταγμά σου , μαύρη πτήση στο κενό
φυματική σε σκοτεινό ιερατείο,
ήταν τα χρόνια σου μονάχα εικοσιδύο
γυμνό κι αστόλιστο το μπούστο το φτενό.

Σε στοιχειωμένες , δίχως χρώμα οροφές
πόλεμο έδινες ... νικώντας την σκιά σου,
φίδια τυλίγονταν στο σώμα τα μαλλιά σου
ωχρές παρέρχονταν οι φαύλες εποχές.

Στου ξεπεσμού σου την αφόρητη ντροπή
σα βδέλλα `ρχότανε κρυφά να φαρμακώσει,
να κερματίσει και να αποδυναμώσει
κάθε αντίσταση … της κόκας το φιλί.

Στριφτά τσιγάρα με καπνά μαροκινά
παρακαλάς γιά ένα άγγιγμα της μάνας,
θανάτου άρωμα, οσμή μαριχουάνας
μόλις βραδυάζει το ταξίδι ξεκινά.

Στων πεπραγμένων την ορμή αιμορραγείς
χαρακωμένες στο κορμί σου οι ημέρες,
συντρίμια σκόρπια στης απόλαυσης τις ξέρες
των χίλιων φεγγαριών το φως αναπολείς.

Στου όμπιου την κολασμένη έκσταση
σκυφτή βυζαίνεις ασιάτικο αφιόνι,
το κύτταρό σου με αναίδεια αλώνει
δίνοντας στην κενή ζωή σου έμφαση.

Με της ελπίδας το καντήλι σου σβηστό
νύφη του δαίμονα στην κόλαση ταγμένη,
χαοτική ... με ηθική καθημαγμένη
σ` ένα πορνείο περιμένεις τον Χριστό.

Πάνω σε λαμπερές και καφετιές γραμμές
διαδρομές χαοτικές ο νους υφαίνει,
ο διχασμός το ρυπαρό σου χθες ξεπλένει
στις κοκαΐνης τις λευκές οροσειρές.

Τ` ανήλιαγό σου ... ποθητό, στητό κορμί
δεν είχε ανάγκη από μύρο και φτιασίδια,
τώρα στα έσχατα και στα αποκαΐδια
γροθιά χτυπάει στο μαχαίρι με ορμή.

Γυμνή ασκήτεψες δεκαετίες τρεις
σε βάθρο άλυκο σου στήσαν ανδρειάντα,
με τέλι σ` έδεσαν και τρίχινο ιμάντα
γενειές σε πόθησαν ... αισίως δεκατρείς.

Σε μύριες κούρνιασες φευγάτες αγγαλιές
σπέρματα χύθηκαν καυτά στα σωθικά σου,
μα κείνο που `κρυβες βαθειά μες την καρδιά σου
ήτανε μύρο από χίλιες πασχαλιές.

Ζητιάνα ... αόματη , προσεύχεσαι γυμνή
σε ατραπούς παραπατάς ερινυώδεις,
φίλοι σου ήταν ο Ιησούς και ο Ηρώδης
με θαυμασμό και δέος ... το χαός σε εξυμνεί.

Στα βορινά παράλια της Αφρικής …
τρέχεις γυμνόστηθη στις όχθες του Βοσπόρου,
στης παπαρούνας … στο ταξίδεμα του σπόρου
εκστασιάζεσαι ... το Φως πολιορκείς.

Θυμάμαι ήτανε του Πάσχα Κυριακή
σακάτης ήλιος, ρούχα γιορτινά φορούσε,
όσο κι αν σπάραζε η ψυχή κι αν προσπαθούσε
βαραθρονότανε `κείνη η ιαχή.

Περιπλανόμενος σε μαύρη καταχνιά
κάπου στο Κάϊρο ... θε νάτανε Φλεβάρης,
μούπες δειλά ... ο θεριστής κι ο αλωνάρης
να μέβρουν θέλω σε αγγέλων γειτονιά.

Στα μέρη του Ισλάμ κάθε που βρίσκομαι
κάτι στα μέσα μου λειώνει τα σωθικά μου,
σκίζει τη σάρκα μου ... πατάει τα ιερά μου
στης ιστορίας την κλεψύδρα αναλίσκομαι .

Του πόθου ιέρια ... του έρωτα θεά
βρέθηκα μέσα σου μιά νύχτα του Χειμώνα,
με κείνη την κρυφή του νου κρυψώνα
με τρόπο μυστικό επικοινώνησα .

Στην κολυμπήθρα σου ήρθα να βαφτιστώ
ένας αιώνιος δεσμώτης του μοιραίου,
υιός χωλός ... προσκηνητής του Ναζωραίου
στο αναπόφευκτο γυμνός να βυθιστώ.

Χωρίς να θέλω έκανα μιά προσευχή
δεν ξέρω αν θάπρεπε να σπάσω την σφραγίδα,
μα λέω ότι σε κυκλώνα καταιγίδα
στον κόρφο σου έκλαψα ... σαν μάνα κι αδελφή.

Κι όλοι θα πούνε σαν σιγίσει ο αχός
λόγους πικρόχωλους ... το ρέκβιεμ μιας πόρνης,
κι όταν εισπράξει τους δασμούς του ο τελώνης
θα καταπιεί το όραμα ... μαύρος καπνός.

Μιά γκρίζα νύχτα ... ξεδοντιάρα ... σκοτεινή
σαν φάρος έλαμψε αραβικό χατζάρι,
κι ήρθε στο άτι του το μαύρο να σε πάρει
παρθένος πρίγκηπας ... εσένα τη φτηνή.

Αντικαθρέφτισμα ατόφιου ασημιού
η πούλια σ` έκλαψε και ο αποσπερίτης,
θυσία ζώσα στον βωμό της Αφροδίτης
σαν η μορφή σου πήρε όψη αγριμιού.

Μόνη και άκλαφτη στο φως αναχωρείς
και χαυνωμένη τον Αχέροντα διαβαίνεις,
στην όχθη αντίπερα σε δράκο ανεβαίνεις
αφού δεν βρίσκεται να σε υποδεχθεί κανείς.


= = =


Κάϊρο, ταξιδεύοντας για το MV ELVER
Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2010 - 2100 LT



Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-11-2014