Από αγάπη Δημιουργός: ροβολος, Γιώργος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Αληθινά, ανησύχησαν οι κάτοικοι στην πόλη
που στα ριζά ψηλού βουνού την έχουνε χτισμένη
λίγα τα σπίτια της γι' αυτό και τη γνωρίζαν όλοι
τη Λένα, την ομορφονιά, τη χιλιοπαινεμένη
που την εστόλισε ο Θεός με μύρια τόσα δώρα
καλή καρδιά, χαμόγελο και με περίσσια γνώση
πως να μην την καμάρωνε η θειά της η Θοδώρα
όπου την είχε από μωρό μονάχη μεγαλώσει.
Οι δυό τους μένανε μαζί παράμερα σε μια άκρη
σ' ένα σπιτάκι πέτρινο με κήπο, με παρτέρια
κει μέσα δεν ακούστηκε ποτέ μάλωμα, δάκρυ
κι όλοι καλοτυχίζανε μια τέτοια αγάπη πλέρια.
Ανησυχήσαν, το λοιπόν, που χάθηκε η Λένα
περάσαν δυο μερόνυχτα κι εκείνη ήταν φευγάτη
ένας τον άλλον ρώταγαν σιγά, συλλογισμένα
σαν που να πήγε και γιατί, μήπως συνέβη κάτι;
Μα πιο πολύ απ' όλους τους βάραινε η στεναχώρια
τη θειά της την κακόμοιρη, που την είχε λατρέψει
κι ίσαμε εκείνη τη στιγμή ποτέ δεν ζήσαν χώρια
παρηγοριά δεν έβρισκε, το κλάμα να στερέψει.
Η κοπελιά, όμως, άφαντη, περάσαν καλοκαίρια
χειμώνες κι ήρθαν κάποτε βροχές πολλές στην πόλη
ποτάμι τα λασπόνερα στης θείτσας τα παρτέρια
κι όταν αποτραβήχτηκαν οι λάσπες είδαν όλοι
κομμάτια από ένα σκέλεθρο που ήταν παραχωμένο
ό,τι έμεινε απ' την όμορφη που είχε πάει καλιά της.
Την ερωτήσαν την τρελή πώς το 'χε καμωμένο
τέτοιο φρικτό ανοσιούργημα στη δύστυχη ανηψιά της.
Την αγαπούσα, απάντησε στο παραμιλητό της
την τράνεψα, τη λάτρεψα, μέχρι που ήρθε μια μέρα
πως ερωτεύθη να μου πει κι ήθελε το φευγιό της
να πάει κοντά σε νιούτσικο, να της περάσει βέρα.
Εγώ δε θα την άφηνα να φύγει από σιμά μου
της φώναξα άλλος σαν εμέ δε θα σε αγαπήσει
τα χέρια μου την κλείσανε σφιχτά στην αγκαλιά μου
ησύχασε κι απόμεινε μ' εμένα για να ζήσει. Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-12-2014 | |