Από τη Βασούλα για το Βασίλη Δημιουργός: renaoutsika, Ε. (Renouli, Renouita) Συγγνώμη.... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η Γοργόνα και ο Άγγελος
"Είμαι ένα πλάσμα ιδιαίτερο κι έτσι ιδιαίτερα σ’ αγάπησα.
Είσαι ένα ον ξεχωριστό, γι’ αυτό ξεχωριστά αγκαλιάζεις.
Πώς να ‘ταν, άραγε, μακριά σου η μοίρα μου;
Αυτό ποτέ, κανείς να μην το μάθει…
Σάλεψε η θάλασσα τα ήσυχα νερά,
ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι τέτοια,
σ ’ αχνόκυκλους το νερό ανοίγεται.
Ποιος λέει πως πρέπει της γοργόνας
να έχει τέτοια ομορφιά;
Μονάχα εκείνος ο άγγελος, ο άγγελός της.
Ακόμη το πιστεύει, αλήθεια ακόμη.
Και ψάλλει ολοστεφάνωτος κι ολόχρυσος στην όψη,
κι αγγίζουν τα φτερά του το σπαραγμό του κύματος,
και φτάνει ως την άβυσσο το σπάνιο κάλεσμα,
κι αγαπάει ο ουρανός τη θάλασσα
κι εκείνη τον άγγελό της…"
Κόπιασε ο βάρδος μου, έγειρε, στην ησυχία της νύχτας.
Σε μια αυλή του κόσμου απόψε ξαποσταίνουμε,
παιδιά μαζεύτηκαν και φίλοι ν’ ακούσουν το τραγούδι του,
γιατί το γνώριζαν από παλιά πως όλο γι’ αγάπη έλεγε.
«Να σκεπαστεί!» αναφώνησα, «έχει χειμώνα, μέρες τώρα!»
Πού να ‘ξερα πως θ’ άντεχε με τόσα που κατέχει!
Ήρεμα χαμογέλασε κι απ’ το γαλήνιο πρόσωπό του
πέρασε η ζέστη του σε όλους μας….
Σαν καλοκαίρι ήτανε, μια θέρμη κάλυψε τα πάντα,
είδα έναν ήλιο που άγγιζε το πέτο μας.
«Εγώ θα κρούω τη λύρα μου κι εσείς θα νεύετε!
Εγώ θ’ αναθυμούμαι κι εσείς θα ερωτεύεστε!
Δεν θα μπορείτε να κάνετε κι αλλιώς…»
Κι είπε για μια παλιά ιστορία που κανείς δεν γνώριζε.
Ήτανε, λέει, κάποτε, τεράστιος ο κόσμος,
ήταν η γη ακατέργαστη κι ο ουρανός κοντά της.
Δεν ήταν άγγελοι, θεοί, μακριά από τους ανθρώπους,
κι είχαν τα δάση, τα βουνά όντα παραμυθένια.
Είχε κι η θάλασσα, λοιπόν, τους θρύλους και τα ονείρατα,
είχε κι η γη η ταλαίπωρη θνητούς, καταστροφές κι οδύνες.
Είχε και μια γοργόνα, την τελευταία του γένους της.
Ήταν μια νύχτα ηρωική που γλίτωσε απ’ το θάνατο του άσπρου καρχαρία,
μα κι ήταν τότε που κατάλαβε της αθανασίας το κόστος.
Κουκούβιασε σε μια σπηλιά αιώνες πολλούς και χρόνια,
έκρυβε το πανώριο σώμα της με φύκια κι άβυσσο,
μίκραινε το μεγάλο σχήμα της κουλουριάζοντας την ουρά της,
πέταξε τα σημάδια της, να μην την νοιάζουν πια.
Μα ήρθε μια αναταραχή του κόσμου,
χρόνια ολόκληρα την έλεγαν καταστροφή.
Όμως δεν ήταν και ποτέ δεν θα ‘ναι,
οι άγγελοι τότε στέργουν πλάι μας, πιότερο από ποτέ…
…Ήτανε, λέει, εδώ που αρχίζει του αγγέλου ο χαρακτήρας,
και είναι τόση η αλήθεια, που θέλει μεγάλο μύθο πρώτιστα,
για να αξίζει η ιστορία.
Έψελνε τόσο όμορφα, σιωπούσε η βοή του κόσμου,
ήτανε τόσο θετικός, που ονομάστηκε ευχή,
έτσι θλιμμένος ήτανε, που του χαρίστηκε η άνοιξη,
ως ανταμοιβή των κόπων του…
Ήθελε να ζεστάνει μια ομάδα παγωμένων,
κι ήταν σε μια άκρη βράχων που ξαπόσταιναν εκείνοι.
Αχ! Ήταν λίγοι άνθρωποι, μόνοι και θνητοί,
τους είχαν ταλαιπωρήσει οι απιστίες, οι ενοχές κι οι φόβοι.
Μάνιαζε ο παγωμένος άνεμος, ούρλιαζε στα βράχια
κι επέστρεφε δυνατότερος,
λες κι απ’ την άμμο έβγαινε θεριεμένος.
Ποιος δεν θ’ αντάλλαζε τον τρόμο, για ένα τραγούδι ηρωικό;
«Εγώ για σε προσεύχομαι, παιδί μου αγαπημένο,
εσύ για σένα κράτησε το ιδανικό φανερωμένο..»
Κι ύστερα ο βάρδος μας μουρμούρισε ότι η ταραχή του αγγέλου
τάραξε το υδρόβιο πλάσμα,
ότι εκείνο ξύπνησε απ’ το όνειρο κι αναπάντεχα έπλευσε,
κι ότι ο άγγελος συγκλονίστηκε από την πρωτόγνωρη γνωριμία,
κι ότι η γοργόνα πλατάγισε την υπέρκοσμη ψαρουρά και άκουγε…
άκουγε…μέχρι που έμεινε…
μέχρι που έμεινε μαζί του,
εκείνη στο νερό, εκείνος στον άνεμο,
εκείνη να πλέει ως την άκρη του κόσμου,
εκείνος να πετάει ως το τέλος του χρόνου,
εκείνη η δική του σιωπή, εκείνος ο δικός της επωδός,
κι οι δυο για πάντα στον ορίζοντα που όλα τα ενώνει,
γιατί είναι η γραμμή του ορίζοντα χωρίς κανένα σύνορο,
ενότητα έχει μονάχα.
"Πώς να μην με συγκινήσεις, βάρδε μου,
άγγελε ευλογημένε,
λίγο πριν αποκοιμηθείς σ’ άκουσα να τραντάζεις τον ύπνο των άστρων,
άκουσα το φτεροκόπημα την ώρα που άγγιζες την ασημένια ουρά μου,
σε είδα εμπρός μου να μου νεύεις, για να μην φύγεις πια,
έζησα τη λαχτάρα σου να τραγουδάς για μας.
Θα πλέω για πάντα στα νερά που γνωριστήκαμε,
θα υψώνω όταν έρχεσαι τα χέρια μου σε σένα,
θ’ ακούω το τραγούδι σου το πολυαγαπημένο,
θα δέχομαι τη ζέστη του ήλιου που έχεις στα μαλλιά σου,
μα πάνω από όλα, θα αγαπώ τον άνεμο,
για εκείνη την ιδιαίτερη πνοή μιλώ,
που φέρνει το φτεροκόπημά σου.
Εγώ σε αγαπώ ως το τέλος του κόσμου,
κι αυτό σημαίνει για πάντα,
γιατί, ξέρεις,
πάντα θα υπάρχει θάλασσα,
πάντα θα υπάρχει ουρανός,
πάντα θα υπάρχουμε..."
Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-12-2014 | |