Χείλια κομμάτια

Δημιουργός: vas, Βασίλης Τασόπουλος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Εκείνος: Όταν έχει πανσέληνο στη πλάση απλώνεται το φωτισμένο σκοτάδι.
Εκείνο το χάραμα τη βρήκε ανάμεσα ουρανού και γης, στη συνοικία της
αράχνης. Περικυκλωμένη από αχανείς ιστούς. Ελεύθερη από τη γήινη
βαρύτητα. Όταν τη πλησίασε το φτερωτό άλογο έφυγε μαζί του, σε χώρα
ουτοπική. Εκεί, ορφανή από συγγενείς και στερημένη τη πατρική της δόξα
με ίχνη σπασμένου καθρέφτη, έκοψε τα χείλια της. Χίλια χείλια μοίρασε
σε πρόσωπα μιας διαδρομής. άχειλη πια, πεθύμησε τη μυρωδιά του χώματος
μετά τη βροχή. Γύρισε στη γη. Ανέκτησε πάλι το βάρος της.
Σε σπασμένους καθρέφτες κάθε πανσέληνο συναντούσε τα χίλια
κομμάτια χείλια της...

Εκείνη:...Η πανσέληνος φώτιζε το σκοτάδι του δωματίου του, όπως καθόταν
με τη πλάτη του στραμμένη προς τον καθρέφτη, ξέροντας ότι κάπου αλλού
ένα φτερωτό άλογο θα έπαιρνε αυτή μαζί του για μια χώρα ουτοπική.
Αφουγκράσθηκε την χώρα της ουτοπίας: τη χαρά της ελεύθερης ζωής,
τα ενωμένα ανθρώπινα σώματα, τα φύλλα των δένδρων που θροΐζουν
απ' τον αέρα, τα ανθρώπινα φύλα που σκίζουν τις ταυτότητές τους, τη
μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, τη μυρωδιά του ερωτευμένου σώματος.
Είχε αρχίσει να χαράζει και τα όνειρα έσβησαν απότομα, όπως έσβησε
το τσιγάρο του, και γύρισε το πρόσωπό του προς τον καθρέφτη: ήταν
σπασμένος - δεν είχε ακούσει κανένα θόρυβο απ' το γυαλί που σπάει-
και τα χείλια της εκεί χίλια κομμάτια πάνω στο ανακλώμενο, επίσης
χίλια κομμάτια, πρόσωπό του...

Εκείνος:...Μα τα βλέφαρα, τράβηξαν τις κουρτίνες, αυτόματα,
χωρίς την έγκρισή της...την ξέβρασε στη χώρα της ουτοπίας. Ηθοποιοί
καί θεατές στην ίδια παράσταση. Λούστηκε με κόκκινο, μεθυστικό κρασί,
βυθίστηκε σε αστρόσκονη, έραψε κέρινα φτερά, πέρασε στη γύμνια των
ώμων χιλιοτεμαχισμένο πρόσωπο και πέταξε πάνω από φλόγες χορεύτριες
πού έγλυφαν γυμνά κορμιά, ακινητοποιημένα, σοκαρισμένα από την αίσθηση
της αβάσταχτης ζέστης. Σάρκες έλιωναν και κολλούσαν μεταξύ τους σε
φλόγινο χορό. Πουλιά καθρέφτες πετούσαν μαζί της και την πλήγωναν
με τα αιχμηρά τους σχήματα. Δεν έτρεχε αίμα, μόνο λιωμένο κερί από
τα κέρινα φτερά της...

Εκείνη...Ένωσε άτσαλα και βιαστικά τα κομμάτια του και βγήκε στο δρόμο.
Ο ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό του, που ίσως να ήταν το στόμα του κι ο κόσμος
γύρω του. Και μέσα από το βουητό των αυτοκινήτων, των διωκτικών σειρήνων
και των σάρκινων ψιθύρων την βλέπει ξαφνικά εκεί, ακουμπισμένη σ ένα τοίχο.
Πλησιάζει και κάνει να την αγγίξει αλλά αυτή δεν υπάρχει, μόνο μισοσκισμένες
αφίσες να προαναγγέλλουν μια συναυλία που ήδη έχει γίνει. Τότε κάτι καυτό έσταξε
και κόλλησε πάνω στο απλωμένο χέρι του. Λιωμένο κερί...

























































Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-04-2006