Τίρυνθα

Δημιουργός: Φυτας Χρηστος, Φυτάς Χρήστος

2007. Εικόνες ζωής παρελθοντικές που πέρασαν στο χαρτί για να μην χαθούν στην λήθη του χρόνου.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ι ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΤΥ (ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΛΞΗ)

Της θάλασσας τα βάθη ακυβέρνητα
καθώς βουνά ανοίγουνε στα δύο
καθώς ο σπόρος ο χρυσός ριζώνει στ’ αφράτα χώματα
την ώρα που τα δίχτυα των ψαράδων μπλέκονται στις άγκυρες
αυτές που κείτονται
μέσα στα μάτια των απλών ανθρώπων της βροχής και του αέρα
που ’χουν ρωγμές στο δέρμα και
που δεν γνώρισαν τα λόγια του Ιάμβλιχου
στα χρόνια τα σκοτεινά
αλλά κρατάνε των παλαιών εκείνων τη σοφία
βλέποντας και ζώντας της Παναγίας τα θαύματα και
γελώντας με τους έχοντες τη σοφία των επιστημών
αυτούς που νομίζουν πως γνωρίζουνε τα πάντα
μα δεν αντιλαμβάνονται
πως ειν’ μαγνητισμένοι στο σκοτάδι του κόσμου του υλικού.

Των κάμπων οι αντάρες κι οι σκιές των λυγισμένων δέντρων
του σταχυού ο χορός στον άνεμο
όταν η αστραπή σαλεύει τους νευρώνες των φύλλων
όταν η βροχή ξεπλένει τα πεζούλια και κοκκινίζει τα κεραμίδια
όταν το ράμφος του κότσυφα λειαίνει τον κορμό του δέντρου
σπάζοντας τους ρόζους,
όταν η οχιά με τη χρωματιστή τη ράχη κρύβεται στις πέτρες
τότε συμβαίνει το απρόσμενο, το αλλόκοτο, αυτό που το χλευάζουν
όσοι δεν πίστεψαν και όσοι ζουν την καθημερινότητα.

Ποτάμια ρίχνουν το αίμα των βουνών στη θάλασσα
και αφρός γεννιέται σαν μπλέκει το γλυκό με την αλμύρα
σαν πέφτει η πέτρα πάνω στην κοσκινισμένη άμμο του βυθού
και ταράζει τον ύπνο του αστερία
και διώχνει τον ιππόκαμπο μακριά, όπως
ο βρυχηθμός και το δόλιο βλέμμα της Τελχίνας
που ξυπνά απ’ τη βοή του μέταλλου που βράζει στη ρίζα του ηφαιστείου.

Ο σπόρος του μανιταριού των δέντρων ρέει στο πράσινο χορτάρι
το δάκρυ του έλατου ποτίζει τα αυλάκια του κορμιού του
δίπλα στην παγίδα της αράχνης
πάνω απ’ την τρύπα του τυφλοπόντικα
κι έχει
το βλέμμα της νυφίτσας που τρυπώνει στα κελάρια των αγροτόσπιτων
και στα σακιά αυτών που πήγανε να κοιμηθούν στα δάση
μήπως κι ακούσουν, μήπως κι ονειρευτούν τα ανήκουστα
και αυτά που δεν μπορεί να δει το μάτι την ημέρα
αυτά που είναι σαν το σκοτάδι το καταμεσήμερο.


ΙΙ ΑΛΛΟΤΕ….

Μέσα στα περιβόλια βγάζει καρπό το κλήμα
και νερό απ’ το πηγάδι τρέχει στις αμπολές
σέρνοντας φύλλα καρυδιάς που τρέφουνε τις ρίζες
όταν του πλάτανου ανάβουνε τα φώτα
κι όταν δουλεύουν με μανία οι μηχανές των λιοτριβιών
καθώς κεριά από θειάφι καθαρίζουνε τις ντούγες των βαρελιών
και το ξύδι λιώνει τα κόκαλα των ψαριών
πλάι στη λάμπα που καίει το λάδι.

Θαλασσινού κατάρα να μην βρίσκει τη στεριά
και στεριανού καημός να ταξιδέψει
και ’γω που σε έψαξα κάτω απ’ του σαλαχιού τον ίσκιο
ακόμα δρασκελίζω τις κορφές των λόφων
πριν πρασινίσουν οι πιπεριές
προτού ταξιδέψει η γύρη που βάφει κίτρινες τις πλαγιές
κι αφού μαζέψουνε το μέλι στα χωριά του Ταϋγέτου
κι όταν οι σπάροι βγουν προς τις ακτές της Μάνης
την ώρα που οι σαύρες οι σταχτιές ζεσταίνουν την κοιλιά πάνω στην πέτρα.

Οργωμένα σύννεφα σκεπάζουνε τα πλίνθινα τα σπίτια
που ’χουν πολύχρωμα κουρέλια μπροστά απ’ τα τζάκια
και σταυρωτά μικρά παράθυρα βαμμένα πράσινα
και πόρτες χαμηλές, καθώς ταιριάζει στους ανθρώπους,
και ασπρισμένα με ασβέστη πάτερα
που βαστούν χορταριασμένα κεραμίδια
όπου φωλιάζουνε πουλιά ντόπια και ταξιδιάρικα
που τρών’ τα τσάμπουρα από το δίπλα πατητήρι
και τα ψίχουλα απ’ το τραπέζι
που μαζεύουν οι γυναίκες στις ποδιές.



Μικρός ανέβαινα στη λεμονιά να δω που φτάνει η γης,
άλλοτε κρατούσα μια πορτοκαλιά απ’ τα κλωνάρια
όπως κρατούσα της μάνας μου το χέρι στην αυλή της εκκλησιάς
και χάζευα τα περιστέρια που κάθονταν στο πεύκο, στην αυλή του μύλου,
και μύριζα το ξύλο που καιγόταν στη φωτιά
και το χορτάρι που όρθωνε τ’ ανάστημα μετά την μπόρα
και ξάπλωνα να κοιμηθώ στη ράχη του αλόγου
σκεπασμένος με μια κουβέρτα της νεροτριβής
που ζέστανε πολλούς προγόνους
και γέλαγα με τις γελάδες που διώχνανε με τις ουρές τις μύγες
μασουλώντας στο παχνί σανό, δεμένες με σχοινιά περασμένα σε χαλκάδες.

Ο σκύλος που ’χε όνομα ληστή με πρόσεχε μην πέσω
καθώς καθόμουνα στην άκρη της σκεπής
διαβάζοντας τον Άμλετ σε εικόνες
- που μου ’φερε ο πατέρας μου μια μέρα-
μυρίζοντας τα βρεμένα ξύλα στοιβαγμένα σε μιαν άκρη στην αυλή
και έλεγα στον παππού τι έμαθα όταν εκείνος σήκωνε
τα μάτια απ’ την εφημερίδα και η γιαγιά μάζευε τα αυγά από τα φώλια.
Έβλεπα τους κοκκινολαίμηδες τριγύρω από την καμινάδα τον Γενάρη
και τις αλωνιστικές μέσα στις αποθήκες
και την πρασινοκόκκινη τη σούστα στο υπόστεγο
δίπλα από τ’ αλέτρι που μας μεγάλωσε,
αυτό το αλέτρι που πέταξαν σκουπίδι
χρόνια μετά τον ερχομό του ψεύτικου πολιτισμού
και κράταγα σφιχτά το χέρι της γιαγιάς
καθώς οι αργαλειοί υφαίνανε με κρότο ρυθμικό
σ’ εκείνο το τεράστιο δωμάτιο με τις πολλές γυναίκες
και τώρα το θυμάμαι έτσι σαν όνειρο
σαν χιόνι καθαρό που στόλιζε τα δέντρα
και εξάγνιζε τριγύρω σαν τη φωτιά κι αυτό τις ζωές
σαν τις εποχές που ακολουθούσαν πιστά τον καζαμία
αυτόν που ήταν πότε πάνω στο περβάζι
και πότε πάνω στο γείσο του τζακιού δίπλα στο χρυσαφί το ξυπνητήρι
και στη θράκα έψηναν ψωμί και κάστανα
και ιστορίες λέγονταν για καλικάντζαρους, για λάμιες
και νεράιδες που ξέμειναν στη γη γιατί τους κλέψαν το μαντήλι.



Καΐκια με μπαλωμένα τα πανιά λικνίζονται στο κύμα
παλιά σκαριά ξεβάφουν απάνω στα κοράλλια,
γλάροι ματώνουνε της φώκιας το κεφάλι,
βουτηχτές βγάζουν σφουγγάρια
και παιδιά τραβούν χταπόδια μ’ αλυσίδες
την ώρα που η πορφύρα ρουφάει έναν ψόφιο κάβουρα
κι ο ιχνηλάτης χαράζει μονοπάτι προς την πηγή
παρατηρώντας τις φωλιές των ελαφιών
και τις πατημασιές απ’ τα τσακάλια
που μπαίνουν μέσα στις σκηνές των ξυλοκόπων
να βρουν τροφή
ξέροντας τι είναι τούτος ο Σταυρός πάνω στην ανηφόρα
πλάι στις μουσμουλιές με τον άγουρο καρπό τα καλοκαίρια.
Πάνω στα δέντρα, από καρφιά κρέμονται φανάρια με τη σήτα
και λάμπες θυέλλης
και τα καλάθια του σταριού, του κριθαριού
στ’ αμπάρια με το ξύλινο χαγιάτι
και πέρα στη γωνιά, ένα μπαούλο στέκει
κι έχει τα μέσαθε ζωγραφισμένα
-μια γοργόνα και τριγύρω της καράβια-
κρύβοντας τα ρούχα από τον σκόρο
και τις φωτογραφίες του θερισμού απ’ τα δόντια του τρωκτικού.

Νυχτώνει….

Σκάνε τα κουκουνάρια στη φωτιά που φουντώνει απ’ το ρετσίνι
κι οι άνθρωποι πίνουν κρασί
σε ποτήρια από πράσινο γυαλί που φέρνουν ένα κύκλο την μποτίλια
και τρων’ σαρδέλες από τσίγκινο κουτί
ενώ δυο νεογέννητα κατσίκια ζεσταίνονται πλάι στο τζάκι
μέσα σε χαρτόκουτα
κι έξω λυσσάει ο άνεμος
που κατεβαίνει απ’ το βουνό μαζί με την ομίχλη.



ΙΙΙ ΕΛΕΝΗ-ΜΗΔΕΙΑ

Θυμάμαι........
Κολυμπούσες γυμνή σε θάλασσα με θράψαλα
και πάλευες να ανέβεις απ’ το βράχο
να βρεις
την σπηλιά στα πίσω που έφτανε μέχρι της άλλης γης τη θάλασσα
και διάβαινε κάτω απ’ τα θεμέλια τούτων των πόλεων
που σκέπασαν το παρελθόν μας με τσιμέντο
και ’γω πως βρέθηκα στ’ αρχαία λουτρά ψάχνω να καταλάβω
και πως μου φάνηκε ότι είναι άλλου κόσμου κτίσματα
κι άλλης πνοής ανάσες
που κάνουν τα μάτια των ζαρκαδιών ν’ ανοιγοκλείνουνε
και τα φτερά του τσαλαπετεινού να παίρνουν άλλο χρώμα
όπως ραγίζει σύννεφο τραχύ και βάφεται σαν το τρυπά η αχτίδα
μόλις χαράζει
κι όπως από τα μπλε παράθυρα ήλιος σε ζωγραφίζει
όταν κρώζουν οι βάτραχοι πάνω στη στέρνα,
στην άκρη της αυλής, κάτω από τη μουριά.

Ελένη της Τροίας και Μήδεια της Ελλάδας
ξαπλώνεις στα ονειρομαντεία να δεις τον ομφαλό της γης
στο Αμφιαράειο γιατρεύεις τις πληγές σου
στον όρμο του Φονέα βρέχεις τα μαλλιά σου πλάι στα βράχια
προστάζοντας στο Ταίναρο να ανάψουνε το φάρο
και ψάχνεις βότσαλα να βάλεις στα περβάζια
αυτά που ’χουν οι μετανάστες πάνω τους
σαν πνίγονται στου Αιγαίου τα νερά
ζητώντας μονοπάτια δίπλα σε χαράδρες και σε ναρκοπέδια.
Εκείνων οι ψυχές διασχίζουν τη διώρυγα με τις πολλές τις πόρτες
και συ διαβάζεις στίχους του Αλεξανδρινού και του Ίωνα
που δεν κατανοείς.

Ελένη της Τροίας και Μήδεια της Ελλάδας,
Εφιάλτες κρατάνε τα ηνία σου
και συ ,πανευτυχής, πλέκεις με φύκια ένα δίχτυ
για να μαντρώσεις το σκυλόψαρο
και να περάσεις άφοβα στη Σμύρνη
όπου σου τάξανε αρώματα οι εμπόροι.


Τα λόγια του Θαλή για τη σοφία του χρόνου
και του Αλκμαίωνα τα περί αοράτων
δεν τα κατάλαβες κι ας σπούδασες την Αλχημεία
μέσα στα κάστρα του Διδυμότειχου
και στα σπήλαια της Καππαδοκίας
κι ίσως να μην τα άκουσες
γιατί τα σκέπασε ο κρότος του σφυριού πάνω στ’ αμόνι
κι οι ιαχές από τις μάχες στα λαγκάδια,
γιατί τα πήραν οι γαλέρες στ’ ανοιχτά,
γιατί τα ’κρυψαν οι άρχοντες στoν Ακροκόρινθο.

Στου Μπρεχτ τα μαύρα δάση
γύρω από φωτιά χορεύεις ζητώντας τη βροχή
πριν ο λευκός πατήσει τα χώματά σου
και ήσουν πότε Ίνκα πότε Μάγια πότε Σιου
πότε Μοϊκανός ή Νάβαχο
και αυτός δεν ήτανε παρά
ένας ξεπεσμένος τυχοδιώκτης ιεραπόστολος
που έντυσε τα λόγια του Χριστού
με το σπαθί και το κανόνι.

Χορεύεις γύρω απ’ τη φωτιά
και πάνω στο βράχο
στέκεται λύκος και ουρλιάζει
και ο βράχος στέκεται σε χώματα που πότισαν με αίμα
γι’ αυτό και αυτά τα χώματα ποτέ δεν θα ησυχάσουν
μέχρι να καταποντιστούν και να πλυθούν από τα κρίματα
και από τις αδικίες.


Ελένη της αυγής, Σοφία με τα κόκκινα μαλλιά,
Αντιγόνη με το δέρμα το λευκό και την αλμύρα στα μάτια
χαράζεις δρόμους σε αόρατους χάρτες
και ψάχνεις τα θεμέλια των πυραμίδων
στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών
και στα βιβλία τα κρυμμένα σε υπόγεια
,ακολουθώντας διαδρομές που δείχνει η Σελήνη
και τον Αχίλλειο κώδικα του βασιλιά,
σε κατεβασιές με πέτρινα σκαλιά που χάνονται
μέσα στις φυλλωσιές,
μέσα στα χρώματα της ίριδας, σ’ ετούτο το τοπίο
και πέρα ο ορίζοντας φασματική γραμμή,
προέκταση κυματιστή,
μιας μέρας φωτεινής
στα αγροτικά τα σπίτια της Ασέας.

Ελένη,
του ονείρου οι σκιές μπερδεύονται στα μάτια
κι αρχέγονο φως γλιστράει από τις γρίλιες
κάστορες στήνουν οδοφράγματα
και αυτοκράτορες σηκώνουν τείχη
πολεμικά πουλιά βουτούν τα ράμφη τους σε σάρκες
όταν άγνωστα νησιά ξεθάβονται απ’ τους πάγους.

Ο κόσμος πήρε άσχημη τροπή.
Φαντάσματα βυθισμένων πλοίων πλέουν στο αχνό νερό,
σπαθιά τροχίζουνε σ’ ακόνια,
και τουφέκια μετράνε οι φαμίλιες
στους πολεμόπυργους της Μάνης και στα ορεινά της Κορσικής.
Κι όλοι της γης οι εξεγερμένοι
,απ’ τ’ άδικο,
περνούν της Έλλης τα στενά,
ανάβουν φρυκτωρίες
και στέκονται στην Τρίπολη και στο Μανιάκι
αφήνοντας σε αετίσια μάτια
τις βίγλες του Μυστρά
και της Τίρυνθας τις σήραγγες.


Πραιτοριανοί φρουρούν τους άρχοντες
και στρατηγοί ανοίγουν τις κερκόπορτες
νομοθέτες τυλίγουν κουβάρια τους ανθρώπους
κι εξυψώνουν τους δολοφόνους
στις πόλεις της αφθονίας
όπου πεθαίνουν από πείνα κι από δίψα
οι ρήτορες της αγοράς και της πλατείας,
και τροχοφόρα ζυγίζουν τις ζωές
κι ο κάθε ένας πολεμά τον διπλανό του
στις αρένες των λεωφόρων.

Κανείς λαός δεν κατακτιέται αν δεν σαπίσει πρώτα
εκ των έσω
και οι ισχυροί μαντρώνουν κόσμο μες τις πόλεις
,αφήνοντας το ύπαιθρο ελεύθερο
από τα μάτια των περίεργων και αυτών που έχουν καταλάβει,
στοιβάζοντας ψυχές και σώματα σε τσιμεντένια κλουβιά
και σε βαμμένες λαμαρίνες.

Βλέποντας τούτα να συμβαίνουν,
οι τρεις ποιητές σου, μειδιούν
ξέροντας πως,

Ο ένας για πάντα θα πλέει στο Αιγαίο του
ο άλλος θα γυρίσει στα πατρικά τα χώματα
και θ’ αγναντεύει τα βουνά της Αρκαδίας καπνίζοντας
κι ο τρίτος θα ταξιδεύει αέναα πάνω στα κύματα
σ’ όλα της θάλασσας τα πλάτη
χτυπώντας φιλικά τον ώμο του κάθε τιμονιέρη.


Ελένη,
ο κόσμος μπαίνει με ταχύτητα σε μια κλειστή στροφή.
Ποιος είναι ικανός να γράψει Ιστορία ;
Ποιος είναι ικανός να γράψει την αλήθεια ;
Ποιος είναι άξιος να φυλάξει Θερμοπύλες ;






ΙV ΠΑΡΟΝ…..(ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ)

Το μόνο ζωντανό στην καταραμένη πόλη
στολίδια στα δέντρα και στα μπαλκόνια,
οι δρόμοι γεμάτοι ποντίκια,
πεζά ποντίκια,
ποντίκια μέσα σ’ αυτοκίνητα,
ψόφια ποντίκια.

Ερημιά, μοναξιά, εξαθλίωση
γκρίζα σπίτια με ανύπαρκτες αυλές
βρώμικα παράθυρα, ξεφτισμένα μπαλκόνια
ψευτιά, γκρίνια και μαρασμός.

Πάντα με μαύρα ρούχα γυρίζει
έτσι και τώρα
πάλι μες τα μαύρα
και με μαύρα γυαλιά
μέσα στους δρόμους,
ανάμεσα στους ανθρώπους,
δίπλα σε μηχανές και σε ντουβάρια.

Πλαγιάζει με κοινά γυναικεία κορμιά
Ψάχνει τον έρωτα σ’ αυτές που δεν φιλούν στο στόμα
ανεξίτηλα σημάδια μέσα τους και πάνω τους
οι τύψεις και οι μέρες απραξίας του.

Σκληρός και αδιάφορος βαδίζει
τρωτός και ευάλωτος κοιμάται
και όταν θυμάται
κάποιες μορφές του κλείνουν τις κουρτίνες
κάνοντας τα ψέματα, τα λάθη, τις καλές στιγμές
να φαίνονται σαν
σκιές που γλιστρούν στο μισοσκόταδο.

Η ώρα της αμοιβής και της αυλαίας
μιας αλαζονείας τα σκουριασμένα μυαλά
πληρώνει
με τον ερχομό σ’ αυτήν τη μάταιη πόλη.


Κανείς δεν τον περίμενε πριν να ’ρθει,
κανείς δεν θα τον περιμένει για πάντα
και το ξέρει.

Μια μέρα σκοτεινή εκείνος,
φώναξε πίσω απ’ τα σύρματα :

Τη δυσωδία της οθόνης σας
να αναπνέετε
τη βρωμιά που ’ναι φτιαγμένοι οι αρχηγοί σας
να την τρώτε
και με τα τοξικά νερά σας
να ποτίζετε
τα μεταλλαγμένα λουλούδια
στις πλαστικές τις γλάστρες των μπαλκονιών σας.

Τα οχήματά σας να τα έχετε
να σας παγαίνουνε πιο γρήγορα στους τάφους σας
και
με τα φράγκα
να στολίζετε τα σπίτια σας
την ώρα που υποκρίνεστε ότι πονάτε
για το κακό και τ’ άδικο
αυτού του άθλιου κόσμου.


-Κανείς δεν τον άκουσε,
όλοι οδεύαν στις δουλειές τους
αυτός όμως πιο δυνατά συνέχισε :

Σ’ αυτόν τον κόσμο
που χάθηκε ο σεβασμός
που η ζωή μετράει
όσο ένα τσαλακωμένο άγραφο χαρτί
που ήρθε και έμεινε ο φόβος
όλα να ξεπλυθούν θα έπρεπε
για μια φορά ακόμη με νερό.
Σπίτια, χρυσάφια και διαμάντια
πετρέλαια και λαμαρίνες
θα τα πάρετε μαζί σας χαρτογιακάδες
μόνο που δεν ξέρω αν χωράνε σε δύο μέτρα γη.

Ξεφτιλισμένοι άντρες, φτηνές γυναίκες, αιμοβόρα παιδιά
δολοφόνοι των ψυχών και των σωμάτων
ανδρείκελα γεμάτα άχυρο
κλεισμένοι στις φυλακές σας δεν περιμένετε τίποτα.

Άμυαλοι, αναιδείς
ισοπεδώσατε τα πάντα
δεν φοβάστε τίποτα και όλα τα τρέμετε
λεφτά ξερνούν τα στόματά σας.
Σκουπίδια,
καταντήσατε μηχανές μιας σάπιας ηδονής
μιας και ξεχάσατε πως είστε
χώμα ανακατωμένο με άντερα
κάτω από ωραίο περιτύλιγμα
και θέλετε να γίνετε θεοί.


-Στου Βριλησού τις κορυφές και στου Υμηττού τα χάσματα
ένας ,υπό τον τίτλο του τρελού, μονολογούσε
κι έλεγε
λόγια του ερημίτη, των πόλεων αντάρτη :

Άρρωστος ήλιος ξεφλουδίζει τα παράθυρα
και τα μπετά σκεπάζουν τις αλάνες
άνθρωποι χάνουν το μυαλό από τη φούρια
σαν βρώμικα νερά κυλούν πίσω απ’ τις βάνες.

Χτίζουν κλουβιά πάνω σε μνήματα
αυτοί που σκότωσαν τις μνήμες
και όλοι εκείνοι που κινούν τα νήματα
και όλοι εκείνοι που διαδίδουνε τις φήμες.

Ανθρωποφάγοι άνθρωποι πουλούν τον πόνο
και όσοι από σας νοικιάζουν ευτυχία
είναι τροφή για τα σκουλήκια μόνο
είναι φωτάκια ασθενικά στη δυστυχία.

-Κι ένας βοσκός όπου ποτέ του δεν πλησίασε την πόλη,
αλλά είχε δει όσα οι πολιτισμένοι δεν κατανοούν
απάντησε σ’ αυτούς που τον ρωτήσανε τι ξέρει :

Κάτω απ’ της πάχνης την απλωσιά
και κάτω από τα χώματα τα πατημένα
από γενιές ανθρώπων
που μικραίνουν με τα χρόνια,
κοιμούνται
πέτρες, μάρμαρα, επιγραφές
από έναν άλλο κόσμο
ένα κόσμο πέντε πολιτισμών παλιό,
αρχέτυπο
που κρατούσε από ψηλά
κι είχε κι αυτός ,σαν σήμερα, ανίερα παιδιά
και ζούσε ,όχι όπως σήμερα,
αλλά απ’ τον αέρα.
Κόσμος πολύπλοκος
κι απλός συνάμα
ο πρώτος κόσμος ο επίγειος, ο αρχέγονος
φτωχό αντίγραφο κάποιου εκ των εφτά επιπέδων του ουρανού
ο πορευόμενος
με μια σοφία που δεν την γέννησε
ούτε την κέρδισε
αλλά
σοφία κλεμμένη από εκεί
που η ύλη δεν ζυγιέται
και που τα μάτια τα άυλα βλέπουν την ομορφιά
αλλά δεν είναι άξια να δούνε την αιτία.





V ΚΥΚΛΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ελένη, Αταλάντη και Δανάη,

μέρες απάνω σε τροχούς κυλούν
αμείλικτες επαναλήψεις
όσα ήρθαν και όσα θα ’ρθουν
μπορεί να τα ξαναζητήσεις.

Και πως να ζουν οι αναμνήσεις ;
Πόσα αντέχει να θυμάται ο νους ;
Όσα σου πουν
και όσα ακούσεις στις ειδήσεις.

Το ψέμα ίσως να ’ναι η αλήθεια
μιας άχαρης ζωής
που γίνηκε συνήθεια,
τα λόγια ένας αέρας που σκόρπισε τα φύλλα
στα μάτια μια φοβέρα που σκέπασε τη φτήνια.

Παντού πουλιέται αγάπη
χαρίζουν υποσχέσεις
καρφιά σου μπήγουνε παντού
τον πόνο δεν θα αντέξεις.

Ίσως και να τινάξεις την κάλπικη ζωή σου
μυαλά χυμένα κι αίματα θα πνίξουν το φιλί σου.

Ελένη της Τροίας και Μήδεια της Ελλάδας,
Φαίδρα,
ο Νέρων σου χαμογελά απ’ τα μπαλκόνια
η Κάμινος σε χαιρετά
κι η υψικάμινος τρέφεται με κορμιά ανθρώπων.
Νιόβη,
ακούς την τροχιά των πλανητών
,μαρμαρωμένη,
στου Άθω τις πλαγιές,
στου Σίπυλου τις κορυφές
και στην άορνο πέτρα της Ακρόπολης
κι είσαι και συ τώρα πια, μια πέτρα αγέλαστος.
Περσεφόνη, οι πνοές σου φθίνουν στο Καλλίχορο πηγάδι
και στις χωματερές της Ελευσίνας.
Κι αναρωτιέσαι,
πως να φωτίσεις μία μέρα σκοτεινή
εσύ ένας κόκκος σκόνης στην απεραντοσύνη
όταν κι ο ήλιος ακόμα αρνείται να βγει.

Πως να σώσεις ένα σκυλί από δρεπανοφόρο άρμα
πως να σώσεις την ψυχή σου
και πως να ντύσεις την ντροπή
όταν τα ρούχα σου τα πήρε η πλημμύρα.

Πως να βγεις από χρυσό κλουβί
,με ποια κλειδιά,
μ’ αυτά που σου τα ’ριξαν στον Καιάδα.

Πως να καλύψεις μια πληγή
,να μην την δουν οι άλλοι,
ψάχνεις για ένα κομμάτι ύφασμα μετάξι.

Πως να ξέρω τι ζητάς και που αρμενίζει ο νους σου
έχεις τα μάτια σου κλειστά, το στόμα σφραγισμένο
και έχω μια ελπίδα ζωντανή
πως κάποτε θα αλλάξεις.

Πως να δώσεις χρώμα στο χαρτί
,πες μου,
το σκουριασμένο σίδερο πως να το γιάνεις.

Περσεφόνη,
η ράχη του υγρού στοιχείου σαν ασημί σεντόνι απ’ τα αφρόψαρα
κι η κόρη του ματιού λαδιά,
τ’ άσπρο του σύννεφου και τ’ άσπρο του χιονιού
ταξίδια μακρινά μέσ’ των ματιών σου την τρικυμία,
πευκοβελόνες πάνω στο σταρένιο σου το σώμα.

Άλλοι αποφασίσαν για την τύχη σου
και συ,
στα φρέατα της οικουμένης χάνεσαι
λίγο πριν έρθει η ώρα
τότε που οι λίγοι θα σταθούν στις εκκλησιές
και θα φωνάξουν,
Ίασε Κύριε την ψυχή μου.








7/2/2015, 14:30. Τώρα βλέπω τη θάλασσα απ' το παράθυρο. Ακούω το Sebastian του Steve Harley. Το σκυλάκι μου στο κρεβατάκι του, κάτω απ' το παράθυρο, σκεπασμένο με μια κουβέρτα - σύντροφος ζωής, δεκαοχτώ χρόνια τώρα. Οι γιατροί του δίνουν μέρες ζωής - ΠΟΥΤΑΝΑ ΖΩΗ !!! ΠΟΥΣΤΗ ΧΡΟΝΕ ΡΗΜΑΖΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ !!!!







Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-02-2015