Ο Καθρέφτης

Δημιουργός: Παντάξενος, ο αποτέτοιος

πείτε μου τη γνώμη σας :)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]Ήτανε νύχτα κι έβραζεν ο αγέρας της Λευκάδας,
σα να τον ράντιζε ο Αύγουστος ταμπάσκο και φωτιά.
Και στα βιβλία τα παλιά, που μου 'χαν κάνει δώρο,
γύρευα μες στον κουρνιαχτό κάτι για συντροφιά.

Σαν βούτηξε στα χέρια μου το Spleen του Κώστα Ουράνη
και τ' άνοιξα, στον παγετώνα του να κολυμπήσω,
ανάμεσα στα φύλλα του εβρήκα στριμωγμένον
ένα καθρέφτη τόσο δα, με γράμματα από πίσω.

Σε μια γραφήν ιταλική, εδιάβαζα: «ετούτο
τον ξύλινο, κατάμαυρο καθρέφτη, τον μικρό
σαν τον κοιτάξεις άφοβα κι ευθεία μες στα μάτια,
θα δεις το τέρας που μισείς πολύ στον κόσμο αυτό.»

Και τότε, σαν αναλαμπή, θυμήθηκα! Εκείνη
που το 'χε μου, δυο χρόνια πριν, σαν μυστικά δωρίσει,
έντρομη κι όλο κλάμματα, μου είπε, δε τον θέλει
αφού είχε, μέσα σ' αυτόν, τον Ύψιστο αντικρύσει.

Θυμάμαι ακόμη, μια κλεφτή ματιά πως του 'χα ρίξει,
και είχα δει μια σκοτεινή κι αλλόκοτη φιγούρα
μα άλληνε δεν έδωσα σ' εκείνον σημασία,
ίσως να με ξεγέλασεν του κρύου γυαλιού η θολούρα.

Κουράστηκεν ο λιγοστός, από τις σκέψεις, νους μου
κι η χαραυγή νιογέννητη, απ' έξω, μπουσουλά.
Πίσω στη σκόνη επέστρεψα και πάλι τον καθρέφτη,
και ξάπλωσα, και τα όνειρα αντάμωσα γοργά.

Πολύ καιρό αρνιόμουνα να τον ξανασκεφτώ,
πως ήτανε ανοησίες φαιδρές συλλογιζόμουν.
Μα ένας θεός εγνώριζε, τον τρόμο που περνούσα
τα βράδια που τη ζοφερή μορφή του ονειρευόμουν.

Ο ύπνος μ' εγκατέλειπεν, το σώμα μου χαμένο,
ο ήλιος γινόταν συννεφιά, και η βροχή χαλάζι.
«Πως έγινε», σκεφτόμουνα, «εκείνος ο καθρέφτης,
με πόθο κατασκότεινο να με εξουσιάζει;»

Και σαν του Poe το εκκρεμές, ο λεπτοδείκτης μ' είχεν
σε ένα νεκροκρέβατο, καθηλωμένο τόσο,
και μια φωνή μ' εδιάταζε να μάθω ποιον μισούσα
με του καθρέφτη το γυαλί για να τονε σκοτώσω.

Με το κεφάλι μου βαρύ, κι ολόγυμνος στο δέος,
εγώ που πάντα αγάπαγα, στον κόσμο, τον καθένα
κοίταξα μέσα στο γυαλί, να μάθω ποιον μισούσα
και δεν το πίστεψα μα, ναι, αντίκρυζα εμένα.
[/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-02-2015