ένα τραίνο και ένα πλοίο Ii Δημιουργός: zentikes, Αλεξανδρος οταν μια δημιουργια ερχεται σαν φλας σε δυο ανθρωπους Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΕΊΠΑΜΕ ΚΟΙΝΉ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΑΛΛΆ ΕΠΕΙΔΉ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΕΜΠΕΔΏΝΟΥΜΕ ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΔΙΑΒΆΖΟΥΜΕ ΘΑ ΤΗΝ ΒΆΛΩ ΣΕ. ΤΡΕΙΣ Η ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ [align=left][B][I]
Μέρος 2ο
Χάζεψε βιτρίνες για αρκετή ώρα στη γειτονιά του.Εκείνος θα γυρνούσε πιο αργά κι εκείνη δεν είχε όρεξη να μείνει μέσα μόνη της.Κλειδί δεν της έδωσε.Δεν την εμπιστευόταν φαίνεται.ίσως και για να μη της δώσει θάρρος.Κλειδί;Θα ήταν σαν μια τεράστια αγκαλιά την ώρα που την είδε ίσως και σαν παθιασμένο φιλί κάποιας άσχετης στιγμής.Για οργασμός ούτε λόγος.
Ας είναι.Θα περίμενε να γυρίσει.Χάζεψε στο δρόμο για λίγη ώρα ακόμα και με μεγάλη προσοχή προσπάθησε να χωθεί σε κάποιο στενό να χαθεί για λίγο -όχι πραγματικά θα ήξερε που ήταν -έτσι για την ψευδαίσθηση της στιγμής.Προσπάθησε να βρει κάτι ανθρώπινο στις πολυκατοικίες.ίσως μια μπουγάδα απλωμένη,μια σακούλα με μανταλάκια ή έστω λουλούδια μαραμένα.Κάτι που να δείχνει λίγη παρουσία ή απουσία που να μετρούσε σε κάποιον τέλος πάντων.
Βγήκε ξανά στον κεντρικό.Περασμένη η ώρα και ο κόσμος κάπου είχε χαθεί.Παρασκευή βράδυ.Μάλλον για ποτό.Κάθισε στο παγκάκι μιας στάσης και έψαξε για κάτι να ασχοληθεί.
Απέναντι κάποιος έβγαινε από το ψιλικατζίδικο.Κρατούσε μια ρετσίνα στο ένα χέρι και μια κόκα κόλα στο άλλο.Της έκανε εντύπωση.Τον χάζεψε που κάθισε στην είσοδο μια πολυκατοικίας και τα ανακάτεψε πριν τα πιει.Μετά το πρόσεξε.Δε φορούσε παπούτσια.Δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ.Ρουφούσε τη ρετσίνα εκείνη την ώρα .
Σε τι σημείο πόνου πρέπει να έχεις φτάσει για να μην σε νοιάζει πια τίποτα άλλο από το τι θα πιεις για να αντέξεις τις επόμενες ώρες.
"Λες να πιάνει;"σκέφτηκε.
ίσως στιγμιαία να ήταν μια λύση.Και λοιπόν;Γι αυτό δε ζούμε;Για στιγμές μονάχα.
Τυχερός σκέφτηκε,όσο και άτυχος.Είχε βρει τη λύση του.Και μάλιστα ιδιαίτερα απλή.Χωρούσε σε ένα μπουκάλι και είχε χρώμα κεχριμπαριού.
Τυχερός.Είχε βρει αυτό που εκείνη πάλευε χρόνια.Σύντροφο στις στιγμές.Θέλησε να του το πει.Να του μιλήσει για λίγο.Να του περιγράψει τη σκέψη της ,να του εξηγήσει γιατί τον θαύμαζε τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή.Το ξανά σκέφτηκε.
Θα του ξέκλεβε στιγμές και δε του άξιζε.
Τον άφησε να συνεχίζει να απολαμβάνει την παρέα του και κάλυψε τις σκέψεις της με ένα ένα τραγούδι.
"Κι αναρωτιέμαι απ' το πρωί, μα τι ζωή είναι αυτή;
Όσο της δίνω, άλλο τόσο μου ζητάει...
Κι ακούγεται από την αυλή μια "τσιριτρό" μια "τσιριτρί"
το χαζοπούλι με κοιτάζει και γελάει..."
Ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη της.Είχε επιστρέψει!Την βρήκε να κάθεται και την πλησίασε.
"Πάμε"της λέει.
Κράτησε το χέρι του ,να μη της το πάρει τόσο γρήγορα.Δεν πήρε τα μάτια της από εκείνον τον τύπο.Συνέχιζε να τον κοιτάει.Παρακάλεσε μέσα της να είχε μια κάμερα.Κάτι να τον καταγράψει.Δεν ήθελε να τον ξεχάσει.
"Πάμε"είπε και τράβηξε το χέρι του.
Εκείνη δεν κουνήθηκε.Συνέχισε να κοιτάζει.
Της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο απορία.Δεν μπορούσε να την καταλάβει πάντα.Είχε κάτι μικρά κολλήματα.Αυτό αγαπούσε πάνω της αλλά τον κούραζε ώρες ώρες.Μα τι κοιτούσε ?!
Πέρασαν 9 στιγμές πριν εκείνη ψιθυρίσει όλο παράπονο...
"Δεν βλέπεις ότι βλέπω"...
Σηκώθηκε από το παγκάκι και τον ακολούθησε σπίτι.
II
Koiταξα ξανά λοξά το ζευγάρι απέναντι που πιανόταν απ το χέρι .
Αυτός την τραβαγε απαλά και μάλλον ήθελε να πάει κάπου αλλού αυτή και τεντώθηκαν τα χέρια τους .
Λες και ξεκίνησαν ένα σιωπηλό χορό.
Τους είχε δει και χθες απ τον πρώτο όροφο στο γιαπί που κοιμόταν .Επερχόντουσαν αγκαλιασμενοι, Ειχε βάλει αυτός το χέρι του στον ώμο της και αυτή προσπαθούσε να κρατήσει στην χούφτα της το άλλο χέρι του.
''ο ένας νομίζει ότι είναι τραίνο και ο άλλος ότι είναι πλοιο. Μα είναι αυτοκίνητα και οι δυο και θα συγκρουστούν ''σχεδόν γέλασα μιλώντας στον εαυτό μου
Και γω αυτοκίνητο ήμουν κάποτε .Ήπια μια μεγάλη γουλιά .
Παλιά την έπινα σκέτη την ρετσίνα αλλά τότε είχα άλλα πράγματα που με γλύκαιναν και ταχασα, οποτε με κόκα κόλα τώρα.
Σχεδόν είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της έτσι όπως κρατιόταν απ το χέρι του
Μέχρι που του είπε
''δεν βλέπεις ότι βλέπω'' και γύρισε και πήγε μαζί του
Εμ. αν έβλεπε ότι βλέπεις θα έβλεπε και την πορεία της σύγκρουσης μονολόγησα άλλη μια φορά και σηκώθηκα να πάω στο κονάκι μου
Μέρος 3ο
Άναψε τσιγάρο και άφησε το χέρι της για λίγο.Την κοίταξε αλλά δεν του ανταπέδωσε τη ματιά.Κάτι έψαχνε στα σεντόνια.ίσως να είχε χάσει πάλι εκείνο το ηλίθιο βραχιολάκι της.Δεν την καταλάβαινε πάντα.Έμοιαζε με γυναίκα.Παρά έμοιαζε θα λεγε.Είχε κάτι το αόριστα ερωτικό και ταυτόχρονα αθώο πάνω της.Δεν ήξερε και πολλά για την ίδια.Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό της.Μονάχα για την αρνητική της πλευρά.
"Δεν είμαι ότι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί "
"Σίγουρα"έλεγε εκείνος.
"Ούτε εγώ για σένα"συμπλήρωνε,μα ποτέ δεν την έπειθε.
άνοιξε το φως δίπλα του και έψαξε το ρολόι του.
"Δουλεύω το πρωί."της είπε.
¨Πάντα δουλεύεις το πρωί "του απάντησε εκείνη ξέροντας πως θα θυμώσει γιατί πολύ απλά δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε.
Την κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που χρησιμοποιούσε πάντα για να της θυμίζει ότι είναι παιδί.Πολύ παιδί.
Του ανταπέδωσε με το βλέμμα εκείνο που χρησιμοποιούσε για του θυμίζει πως είχε ξεχάσει ποιος ήταν.
Τη φίλησε και γύρισε πλευρό.
Σε λίγο κοιμόταν.
Mέρος 4ο
Ξαφνικά όλα ήταν σκοτεινά.Δεν έβλεπα και πολλά από εκεί.Άκουγα μόνο .Την ανάσα του ενός και τη σιωπή του άλλου.Με βρήκε και με φόρεσε ξανά στο χέρι της.Δεν ανησύχησα και πολύ είναι η αλήθεια.Πάντα με έψαχνε όταν με έχανε και πάντα με έβρισκε.Της έδινα και εγώ σήματα βέβαια ,τα οποία αντιλαμβανόταν κατά κάποιο περίεργο τρόπο.
Μου αρέσει πολύ το χέρι της.Είναι λευκό.Παρα είναι λευκό θα λεγα για μένα που είμαι μαύρο αλλά της πάω.
Με είχε χαρίσει κάποτε ένας "φίλος".Δεν με ήθελε αρχικά.Το ξέρω.Σπάνια με φορούσε.Αλλά μετά κάτι άλλαξε.Μάλλον κατάλαβε πως είμαι ότι της έχει απομείνει από κείνη τη "φιλία".Έτσι με κράτησε.
Μμμ....δε της μιλάει.Το σιχαίνεται αυτό.Σιχαίνεται να μην της λέει τι σκέφτεται.Ακόμα περισσότερο σιχαίνεται να της λέει τι σκέφτεται και να διαπιστώνει πως δεν είναι κάτι που θα την ενδιέφερε.Απογοητεύεται.
Μάλλον είναι μικρή ακόμα.Θα μεγαλώσει.Και θα ξεχάσει ...
Κανόνας κι αυτός.
Είναι περίεργος αυτός ο τύπος.
Δεν την καταλαβαίνει πάντα.Και μένα δε με συμπαθεί ιδιαίτερα.
"Πάντα δουλεύεις το πρωί".
Ορίστε.Τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να του πει πως ζει ξεχωριστές στιγμές αλλά ακόμα να το καταλάβει.
Με κούμπωσε! Επιτέλους.
Μυρίζει η κρέμα των χεριών της....
εεεει....σκοτάδι.
Πάλι τα ίδια.
Κοιμήσου απόψε....Κι αύριο μόνοι θα 'μαστε .
Ανήσυχη είναι.
Με ακουμπά.Πάλι το κάνει....Αγχωμένη;όχι όχι.Κάτι σκέφτεται.Πως θα συνεχίσει.Γιατί δεν τη θέλει.Τη θέλει δηλαδή.Φαίνεται.Αλλά...αυτό το "αλλά" την κουρελιάζει.Γιατί ήρθε μαζί του;Γιατί δεν έμεινε "στα βέβαια".Βαριέται εύκολα.Γνωστό κι αυτό.Αλλά τρέμει κάθε φορά δίπλα του.Ξέρεις πως να τον έχει για τη στιγμή.
Γνωρίζει πότε να (ανά)δείξει το λαιμό της και να τον αφήσει να τη δαγκώσει.Αλλά δεν ξέρει πως να τον πείσει να μείνει.Κι ακόμα χειρότερα δεν ξέρει αν θέλει να τον πείσει να μείνει.
Μπέρδεμα ,μπέρδεμα....Ολόκληρη ζωή έτσι πρέπει να την είχε χαραμίσει.Και πόσο να ήταν?Κάτω από είκοσι σίγουρα.
Μπέρδεμα...
κουρασμένη είναι.
Ησύχασε.
Κοιμήθηκε μάλλον....
Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-05-2015 |