ο εικοσάλογος του Αντη Δημιουργός: ΑΝΤΗΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info για να μοχθεί η έκσταση
τρείς φορές ανθίζει
βουβή απο τον κόπο
ψάχνει την ουσία
μα απότομα ξεφτίζει
και περνάει στη φαντασία
σκορπίζεται αθέατη η μέρα
χαράματα και χάθηκαν τ'αστέρια
μαύρη δεν είναι η ατέλειωτη ερημιά
έχει λευκά σημάδια
στα μάτια και στα χέρια
που σκοτεινιάζουνε τα βράδια
τα χρόνια ακόμα φεύγουν
όμως δεν έχουνε χαθεί
κρυμένα μες στη λησμονιά
βαθιά σ'έναν καημό
θα ξαναβρούν το δρόμο,τη φωνή
και θα γυρέψουν μερτικό
κι εσύ ανέβα πια στο ύψος της αγάπης
και στου θεού τα αναστήματα
μην αρνηθείς του έρωτα το σώμα
θυμήσου κάποιου ονείρου την πλημμύρα
με της καρδιάς σου τα σκιρτήματα
κι αντίκρυσε τη μοίρα
το φίδι απ'το διάσελο δαγκάνει
να βγάλει τα αίματα στη φόρα
και σκάβει ολοένα τα πετρώματα
και το τραχύ αταξίδευτο τους χώμα
να θάψει τα αθάνατα του δώρα
με το άλικο παράξενο του χρώμα
τώρα γυρίζει ο καιρός ανέγγιχτος
και τις στερνές του παίρνει γύρες
φέρνει νερό τρεχάμενο και χλόη
στην αιώνια γειτονιά
και στρέφει τις λαβές στις θύρες
με πόνο πριν χαθεί στα δειλινά
εδώ ειναι ο τόπος για την συγκομιδή
η γής ωμή και νοθεμένη
φυσάει ο αγέρας της ανατολής
φωνάζει η θάλασσα η σκόνη χαμηλώνει
είναι η καρδιά της πια σφιγμένη
θαμποφαίνεται κι ας ξημερώνει
οτι υπήρξε κάποτε άκαμπτο
βρίσκεται πια μπροστά σου
κήποι και μαλάματα της μνήμης
του μακρινού νησιού ο στίχος γρίφος
μα η μυρωδιά των γιασεμιών δικιά σου
μάταιο της οργής εδώ το ξίφος
τούτη η μέρα θάναι για σένα
με σύμβολα και ήχους η μελλοντική
θ'αφήνει να κυλήσει η νοσταλγία
στο άπειρο ασίγαστη θ'αρμενίζει
με μιά λαχτάρα μυστηριακή
την αγάπη σου ν'αντιφεγγίζει
φωτιά φτωχιά δεν σου αξίζει
ούτε το τελευταίο παραμύθι
στα μαλλιά σου έτσι να στάζει φώς
πολύχρωμες αχτίδες να σ'αποθεώνουν
και να φουσκώνει ο έρωτας τα στήθη
σαν αλύγιστη σε φανερώνουν
χορηγός της κάθε αναπνοής
στο θεό η τόλμη και πιο πέρα
κρατώντας την βαριά ρομφαία
θα κόβει την ασώματη σου θλίψη
και τα λουλούδια απο τη σέρα
τη χαρά σου ν'ανταμείψει
τρέχει ο ειρμός ακλόνητος
σαν άλλοτε και πάλι
ο δρόμος ξετυλίγεται ανοικτός
το ειδύλλιο σύγκορμο γιορτάζει
θέλει το πάν κραυγάζει μιά αγκάλη
κι εσένα ονομάζει
άναρχος ο παλιός καθρέφτης
που πρωτοδείχνει τον ατόφιο λογισμό
αύριο θα ξαναζήσουν οι εικόνες
ενός μέλλοντος χωρίς παραλλαγές
σ'ένα σύμπαν θαυμαστό
με χρώματα και άγνωστες μορφές
αρχίζει το χοϊκό ταξίδι
το όραμα μεγάλο προορισμός παντού
που να κοιτάξεις πάρα πέρα
ο κόσμος είναι άπειρος παιδί του γαλαξία
μα δίχως τους δρόμους του θεού
δεν θάχει την αξία
και η ζωή που κυνηγούσε όλο την έκσταση
θα σκύβει με τον ίσκιο της θα κατεβαίνει
ίσως με τα γεράματα νάρθει η γαλήνη
και η χαρά που σχηματίζει το τραγούδι
η σκέψη θα χαμογελάει γιατί και θα πεθαίνει
η πτώση και πάντα η άνοιξη φέρνει το νέο λουλούδι
νάσουν εσύ το σάλπισμα δροσιάς
υδάτινη μιά κρύα πυρκαγιά
στ'αχείλι της ερήμου
νάσουν εσύ που μες στη στάχτη και στη σκόνη
θα ξεδιψάζεις την καρδιά
το κοράκι και τ'αηδόνι
κι όταν αμέριμνη σαν ιδέα
θα τρέχεις πια στους βοερούς χυμούς
σε σκοτεινούς τροχούς δεν θα κλονίζεσαι
και τότε όλα θα γίνονται σοφά να σε προσμένουν
όμορφη σαν τους καρπούς
που γεννιούνται να γλυκαίνουν
βρίσκει η καρδιά καιρούς
ρίχνοντας νέο αίμα
με τον καθάριο έρωτα
το θάνατο ξορκίζει
η μοίρα λύνεται και την τραβάει το ρέμα
κάτω στον κόσμο φωσφορίζει
τότε μυρίζει το ρόδο του καημού
εκεί σε βλέπω πάλι έλευση τρυφερή
μισώ τη μαύρη φυλακή που είμαι κλεισμένος
του αετού χρειάζομαι φτερά
ιδού η πύλη και η προσταγή
όπου ανοίγει η αγκαλιά
αυτή είσαι που ευδόκησες
κι έδωσες μου τα χέρια
μα κι ο ειρμός που αλήτευε στυφός
λαμποκοπάει βαθιά
και τραγουδάει τ'αστέρια
η ποίηση σπαρταρά
Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-05-2015 |