Ολιγωρία κι αντάρα (ιv)

Δημιουργός: Sui generis

IV. Πέρας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αγαπημένοι απ'τον κίνδυνο και λαθραίοι απ'την νομιμότητα,
τόσο αδελφοί της που πλάστηκαν για να ποδοπατούνται
και τόσο αμείλικτες οι δροσερές θάλασσες κι οι λεωφόροι
που καλλωπίζονται κοιτώντας τους αδελφοκτόνους.
Άλλο ένα εύχυμο απόγευμα, -δύση στην δύση-
με την φθορά απ'την σκοτεινή πλευρά του κινδύνου
να πωλείται κρεμασμένη στα περίπτερα.

Τα βλέφαρα, παιδί μου, τα βλέφαρα των πεθαμένων
τι να θυμούνται απ'τις γκρίζες υποκλίσεις τους στην ομορφιά;
Και τα δάκρυα που ζήλεψαν την ορμή της βροχής
σε ποιο κάλπικο ουράνιο τόξο θρόνιασαν την ελπίδα τους;
Μείναν, εν τέλει, στην ζοφερή δροσιά της ανθισμένης μνήμης
και κάθε βράδυ για χατίρι της ανθοφορίας της
σταύρωναν ένα Χριστό επάνω στα κορμιά τους με τα δάχτυλα.

Ο στροβιλισμός του ζαριού δεν έχει σταματήσει.
Η έξαψη ανάμεσα στο ρίσκο και το πέρας του
είναι το μεγαλείο των λαθραίων ζωών κι αισθήσεων.
Λαθραίο, αγέννητο τέκνο μου, γόνε της παγκόσμιας αυτοχειρίας
γκρέμισε στην χρυσή κι αχαλίνωτη αλήθεια σου
-για μιαν ιδέα, ένα όνειρο. μιαν υποψία πρωτόγνωρης αγάπης-
το μνήμα που σου ετοίμασα μ'ολιγωρία κι αντάρα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-05-2015