Υπερευθραυστη Οθονη Δημιουργός: kostas maris, Κώστας Μιχαήλ Μαρής (Kosmima) https://youtu.be/-PEGQPQwxyE ... καλημέρα σε όλους , καλώς ξαναβρεθήκαμε ... να στε καλά όλοι ... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΥΠΕΡΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΟΘΟΝΗ
Μιας κι είχε αγγέλων δυο, το φως να τον τυφλώνει
νόμιζε τάχα ότι είχε πλήρως θωρακίσει
την υπερεύθραυστη του εαυτού του, οθόνη
τίποτα δεν μπορούσε πια, να τον τσακίσει
Μα όλα ήτανε μια πλάνη στο μυαλό του
αφού τα λόγια των ανθρώπων σαν ξυράφια
και πάλι αυλάκωναν τ’ αθώο πρόσωπο του
πληγές του χάραζαν στα στήθια και στα μάτια
Το δάκρυ του έκανε συχνά, πυκνό μελάνι
ομοίως το αίμα της καρδιάς σε κάθε μάχη
σε στίχους ξέσπαγε π’ ανθρώπου ο νους δεν φτάνει
μιας και βαριά σήκωνε βιώματα, στη ράχη
Πάντα στα λόγια συνεπής, που εμμέτρως ντύνει
μόνος αγκύλωνε ότι του ‘κλεινε το δρόμο
δεν λησμονούσε απ’ όπου πέρναγε ν’ αφήνει
το είναι του όλο, δίχως σκόντο, δίχως νόμο
Μιας κι είχε μάθει μες στ’ αγκάθια να φυτρώνει
νόμιζε τάχα πως πληγές δεν τον τρομάζουν
την υπερεύθραυστη του εαυτού του, οθόνη
τα λόγια ανθρώπων δεν μπορούν ξανά να σπάσουν
Ξεγέλαγε έτσι την ευάλωτη ψυχή του
μα μέσα του έβραζε η πίκρα σαν καζάνι
πάντα ξεσπώντας στη δεινή στιχοπλοκή του
που μόνο αυτή μπορούσε ζάφτι να τον κάνει
Φόραγε πάντα της αλήθειας του, τα ιμάτια
κι αυτοσαρκάζονταν με ρίμες μοναχός του
μεταμορφώνονταν, σκορπιόταν σε κομμάτια
όμως παρέμενε και πάλι ο εαυτός του
Αυτοπροβάλλονταν εμμέτρως κι ούτω ποιούσε
μείζονα φθόνο σ’ όχθη που ήτο αντίπερα του
μα αυτός δεν ξέχασε ποτέ ότι αγαπούσε
κι απ’ τη χαρά άλλων διπλασίαζε τη χαρά του
Μιας κι είχαν τρίψει τα όνειρα του μαύροι χρόνοι
νόμιζε τάχα πως το δάκρυ έχει στερέψει
κι ότι η υπερεύθραυστη του εαυτού του, οθόνη
αντί γι ασπρόμαυρα, πλέον έγχρωμα θα παίξει
Αυθυποβάλλονταν λοιπόν με πανοπλία
του παρελθόντος τις σκιές για να δαμάσει
το μέλλον του έγραφε εκδίδοντας βιβλία
που δεν επρόκειτο κανείς να τα διαβάσει
Μίλαγε πάντοτε χωριάτικα, με «γρέζι»
στ’ άλυτα εισβάλλοντας να βρει την όποια λύση
με σατανά κι άγιο στο ίδιο το τραπέζι
μπορούσε αδέκαστα να κάτσει να μιλήσει
Ρούφαγε νέκταρ του ήλιου, φλόγα της σελήνης
σαν το σφουγγάρι που διψάει και δεν χορταίνει
ήξερε αν παίρνεις, επιβάλλεται να δίνεις
κι ότι έχει πιότερα να πει όποιος σωπαίνει
Μια μέρα πλάνταξε απ’ της αδικίας το κλάμα
κι έτσι αποχώρησε δειλά, πράττοντας σφάλμα
κατόπιν ώριμης βουλής που είχε πάρει
στην κακεντρέχεια έτσι κάνοντας τη χάρη
Τώρα δριμύτερος μα φειδωλός γυρίζει
κι αν σταυρωθεί ξανά, τιμή του, αφού τ’ αξίζει
κι όποιος δε δέχεται την ταπεινή του αλήθεια
ας προσκυνάει των φθόνων του, τα παραμύθια
Ίσως κατάλαβε ότι αξία αν στη φτήνια δίνει
γίνεται πιότερο φτηνός τότε από ‘κείνη
κι άμα σαν ρίψασπις ταχθεί δια φάση αστείας
σκλάβος θα μείνει στο ζυγό όποιας δυναστείας
Ας πάψει πια ν’ απολογείται για ότι εκφράζει
σαθρός ντουνιάς μ’ ορμήνιας ρήση δεν αλλάζει
κι έτσι αποφάσισε και πάλι να επιστρέψει
προς κόντρα αιχμής και προς αγνή δική του τέρψη
Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-06-2015 | |