Μοναξιά

Δημιουργός: Θεόδωρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Είπα να πάρω ένα χαρτί να γράψω ένα χάρτη,
με σύνορα ατέλειωτα αθώρητα από μάτι.
Να μη λογίζεται αρχή η μήτρα της γυναίκας,
να μη λογιέται τέλειωμα η απαρχή της γέννας.

Να σεργιανίσω θέλω δα εδώ σ'αυτές τις χώρες,
για να γνωρίσω από κοντά του άνθρωπου τις ώρες.
Να περπατώ ακούραστα σε δρόμους σε πλατείες,
να αγναντεύω θάλασσες χαμένες πολιτείες.

Να χώνουμαι σε δύσβατα ρυάκια και καντούνια,
να δώ ζωντίμια άγρια και να πατώ μαϊμούνια.

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν του ονείρου το ταξίδι,
φανταστικά, προσεκτικά, σαν παιδικό παιχνίδι.
Έφτασα σ'ένα ξέφωτο γεμάτο παπαρούνες
που πέρα δώθε πήγαιναν λες κι ήτανε φουρτούνες.

Στη μέση κάτω όρθιο μαινόταν ένα τέρας,
με δόντια άσπρα σουβλερά και μυτερό το κέρας.
Μονάχο τονε λέγανε τη μοναξιά είχε μάνα
βογγούσε και χτυπιότανε σαν νάτανε καμπάνα.

Δονούσε σύγκορμα τη γη κι αυτή λιγοψυχούσε,
δάγκωνε εδώ, χτύπαγε εκεί, διαρκώς λυσσομανούσε.

Εσκέφτηκα πως θάτανε θεριό δαιμονισμένο,
βαριά κατάρα το έδερνε της γης το κολασμένο.
Δεν άργησε όμως να με δει αόρατος δεν είμαι,
με μιας και δυο τις δρασκελιές έρχεται εκεί που κείμαι.

Και να! Φουσκώνουν οι ασκοί γίνεται αντιθάμα,
κι από θεριό ανήμερο, το έπιασε το κλάμα.
Σύντροφε λέει και λυγά, πέφτει στην αγγαλιά μου,
σφίγγεται μεσ'τον κόρφο μου επάνω στο κορμί μου.

Του πιάνω τα μαλάκια του του δίνω γλυκό χάδι
και εκείνο αποκοιμήθηκε μέχρι αργά το βράδυ.
Την άλλη μέρα το πρωϊ είχαμε γίνει ένα,
θα είμαι πάντα μου έλεγε εγώ μαζί με σένα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-05-2006