Ο τελευταίος πειρασμός του Καρυωτάκη

Δημιουργός: Κάλφας

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πάνω στο μέτωπο βαστώ το όπλο, κρύος ιδρώτας και παραζάλη,
μια σφαίρα κι έξω… εγώ, η μιζέρια κι η στεναχώρια σε απαρτία.
Μα μες στην κάσα να δείχνω έτσι, φριχτή εικόνα, τρούπιο κεφάλι;
Τι αμαρτία…

Στην οροφή μου κλείνω το μάτι, που από μέρες λάγνα κοιτούσε.
Βάσανα τέλος… μ’ ένα σκαμνί, που θα μ’ υψώσει σ’ αυτή την κόχη,
μα ένας γνωστός μου μες στη θηλιά ώρες πολλές αγωνιούσε…
και είπα όχι.

Μαχαίρι σήκωσα, τα δόντια τρίζω και μοιρολόγια ας αντηχήσουν,
«τώρα το μπήγω, τελειώνουν όλα»… σπρώχνω το χέρι μα δε λυγάει,
σκέφτομαι πάλι, σα θα με βρούνε, μπελάς που θα ’ναι να καθαρίζουν…
κι ίσως πονάει.

Quanto poetico*! Νάτο, το βρήκα του άλλου κόσμου το εισιτήριο!
Καθώς θα φεύγω μες στ’ όνειρό μου θα σας χαρίσω γέλιο κλεφτό…
μα είναι νύχτα και που να ψάχνω την ώρα τούτη για δηλητήριο.
Θα το σκεφτώ.

Κι αφού ν’ «ανέβω» δεν λογαριάζω, να’ ναι η κάθοδος που θα με σώσει!
Στέκει η Μοίρα μπρος στο μπαλκόνι, με περιμένει σε μαύρο βέλο
…Α! Είχα διαβάσει για κάποιον άλλον, που κατά λάθος είχε γλιτώσει…
κι εγώ δε θέλω.

Να η αμφιλύκη όλο φκιασίδια κι η μέρα πάνω της σα στόμα χαίνει.
Στον ουρανό, χράμι στρωμένο, ψυχορραγεί έναστρο βέλος,
μα στη ζωή μου μόνο σκοτάδι κι ούτε έν’ απρόσμενο δεν μου τυχαίνει
βάρβαρο τέλος.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-07-2015