Το δωμάτιο με τις σκιές

Δημιουργός: Mulder

Γραμμένο με δάκρυα, μέσα από την ψυχή μου για τον πατέρα μου, τον οποίο έχασα πριν 2 χρόνια. Όσοι μπείτε στον κόπο να το διαβάσετε, ευχαριστώ. Σημαίνει πολλά για μένα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Έκανε κρύο όταν μπήκα στο δωμάτιο
για κείνη τη στερνή, την ύστατη φορά.
Πίσω μου, η σκουριασμένη πόρτα έκλεισε με βρόντο,
σπρωγμένη λες από κάποιο πνεύμα, από κάποιο αερικό.

Στάθηκα εκεί, στο κατώφλι της ύπαρξης,
στο λυκόφως μιας φρούδας αιωνιότητας,
στο μέρος όπου ζωή και θάνατος πιάνονται στα χέρια
και μπλέκουν σ' έναν ατέρμονο χορό

Τότε ήταν που σε είδα, πατέρα.
Ήσουν μόνος ανάμεσα σε πολλούς,
μια σκιά ανάμεσα σε άλλες σκιές,
καθεμιά με το δικό της σταυρό του μαρτυρίου.

Σε πλησίασα σιωπηλός, σέρνοντας τα βήματα μου
πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα του δωματίου.
Και φορώντας το πιο ψεύτικο μου χαμόγελο,
σε ρώτησα: «τι κάνεις πατέρα;»

Και τότε, με κοίταξες με τα γεμάτα σοφία μάτια σου,
μου χάρισες το πιο αληθινό σου χαμόγελο
και μου είπες, με νόημα:
«Μια χαρά. Όλα θα πάνε καλά».

ʼκουσα τα λόγια σου κι ένα ρόδο κύλησε από τα μάτια μου.
Κι εσύ το έκοψες και το κράτησες στο κρύο χέρι σου,
για να χεις κάτι από μένα εκεί που πας
ʼλλωστε εγώ είχα τόσα πολλά από σένα

Έκατσα εκεί, μαζί σου, ώσπου έφτασε πια η ώρα.
Το ρολόι της ζωής σου σήμανε σχεδόν μεσάνυχτα
κι ο μαυροφορεμένος καπετάνιος του καραβιού σου, σε φώναξε
Δεν έπρεπε να αργήσεις για το ταξίδι.

Η σκέψη μου βυθίστηκε στην άβυσσο των αναμνήσεων εκείνες τις στιγμές.
Και θυμήθηκα πολλά, τόσα πολλά...
Ή μήπως ήταν τόσα λίγα τελικά;
Χίλιες ζωές δε θα φταναν για να σε χορτάσω, πατέρα...

Και συ, σα να μάντεψες τις πιο κρυφές μου σκέψεις,
σα να μοιραζόσουν τις ίδιες, φλόγινες αναμνήσεις,
μου έπιασες το χέρι τρυφερά, όπως κάποτε
και μου πες μια λέξη μονάχα : «Ευχαριστώ».

Έξω, η μαύρη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα, έπαψε.
Δεν τη χρειαζόταν η Γη πια.
Από τα μάτια μου έρεε άφθονος υγρός πόνος,
καθώς και από την καρδιά μου.

Λίγες χιλιετίες μετά και με τα λόγια σου να έχουν σκαλίσει την ψυχή μου,
βγήκα από το δωμάτιο, σκυφτός, ρημαγμένος,
γυμνός μπροστά στην αλήθεια του επερχόμενου μοιραίου,
μια τραγική φιγούρα σ' έναν ονειρικό εφιάλτη.

Στο διάδρομο, με περίμενε η ʼτροπος, δακρυσμένη.
Με χτύπησε φιλικά στον ώμο, με προσπέρασε
κι όταν άκουσα ένα ψαλίδισμα να σκίζει τη σιωπή,
κατάλαβα ότι είχες φύγει, πατέρα...

Ξέρω ότι κάποτε, σε μια στροφή του απείρου
θα ξανασυναντηθούμε, εγώ κι εσύ
και θα βαδίσουμε μαζί, στο καταπράσινο χορτάρι των Ηλυσίων,
στα ολόχρυσα παλάτια τ'ουρανού.

Αλλά ως τότε, όσο οι αναμνήσεις γίνονται δαίμονες
που στοιχειώνουν σώμα, πνεύμα και ψυχή,
γίνε ένα αεροφίλημα, πατέρα και χάιδεψε μου τα μαλλιά
όπως κάποτε, που ο κόσμος ήταν τόσο νέος…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-05-2006