Μικροί ήλιοι

Δημιουργός: Καραμελομένος_Χιμπανζτής

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο πύρινος ολοστρόγγυλος ήλιος εκτόξευε φλόγες προς το ανυπεράσπιστο χώμα που έλιωνε σιγά – σιγά σαν ανήμπορο κερί.

Μια απέραντη πεδιάδα διψούσε συνάμα από νερό και όργωμα. Αναρίθμητα ξανθόχρυσα στάχυα, ακίνητα, σαν λεπτοκαμωμένες κολώνες που έστεκαν ολόρθες και ακίνητες, έτοιμες να τις αρπάξει ανθρώπινη χούφτα. Περίμεναν και αυτά μέσα στη μοναξιά τους, την ανθρώπινη επαφή ή κάποιο απαλό αεράκι να τα λυγίσει. Ήταν η εποχή τους.

Μαυρισμένα κορμιά, ηλιοκαμένα και χιλιοβασανισμένα από την καθημερινή μαρτυρική ιεροτελεστία της συγκομιδής μέσα στο λιοπύρι, άστραφταν από τα χειμαρρώδη ποτάμια ιδρώτα και κόπου, που πλημμύριζαν το εξουθενωμένο σώμα τους και πότιζαν που και που έτσι άθελα το χώμα. Και συνέβαινε, εκεί που έπεφταν τα «δάκρυα» ιδρώτα από το ανθρώπινο σώμα, να φυτρώνουν άνθη και καρποί. Σαν να ανταπέδιδε, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες, μυστικά και ήσυχα, η Φύση την αγόγγυστη φροντίδα τους προς Αυτήν.

Έβλεπες κάθε τόσο, μισοξεσκισμένα μανίκια να σηκώνονται ψηλά στον ουρανό να κρατήσουν τις επίμονες ηλιαχτίδες του μακριά από τα μάτια, από το ταλαιπωρημένο στο άπλετο και ολοκληρωτικό στην πλάση φως πρόσωπο και να σκουπίζουν το κάθιδρο μέτωπο, που προσευχόταν για λίγες σταγόνες δροσιάς. Η ψυχή, έσπρωχνε το σώμα, έσπρωχνε βιαίως τα πόδια και τα χέρια που είχαν πέσει από ώρα στα δίχτυα του ληθάργου, τα έφερνε σε κίνηση, όπως κάποιος αριστοτέχνης τις μαριονέτες, τους έδινε θάρρος να μην λιγοψυχήσουν. Να μην πέσουν κάτω και γίνει το ανθρώπινο σώμα, σώμα του χώματος.

Ώρες ατελείωτες, η μια πίσω από την άλλη, στριμώχνονταν όλες μαζί σε σειρά, θαρρείς πως έφταναν μέχρι τον ορίζοντα, ώρες ψυχοφθόρες και απάνθρωπες. Ώρες που σε χτυπούσαν κατευθείαν στην καρδιά και λήστευαν την νεανική αντοχή της. Ώρες που όσο περνούσαν, έσβηναν στο διάβα τους την έκφραση από τα πρόσωπα των ανθρώπων, την χαρά και την λύπη, έτσι που έμοιαζαν πια ανέκφραστα αγάλματα, ή μηχανές που συνέχιζαν μέχρι να χαλάσει κάποιο γρανάζι τη δουλειά τους. Χρόνια, ντυμένες στο μαύρο πέπλο ώρες.

Θάρρος, καημένε εργάτη του χώματος! Θάρρος και το σούρουπο θα σε λυτρώσει! Θα τα καταφέρεις και σήμερα καημένε, έννοια σου!

Ο ήχος της σειρήνας θα σκίσει τον αέρα, και τα φτυάρια, οι αξίνες, τα χέρια, θα σταματήσουν για σήμερα. Και εσύ, καημένε μου, θα απλώσεις την ροζιασμένη, χωματιασμένη και άπληστη χούφτα σου, σαν επαίτης, και θα την κλείσεις με λίγα στρόγγυλα χρυσά. Και θα σφίξεις την γροθιά σου, καημένε, τόσο δυνατά, σαν να κρατάς μέσα της την ίδια σου την ευτυχία.

Μάθε καημένε μου, πως και αυτά, μικροί ήλιοι είναι, ίδιοι με αυτόν. Κοίταξέ τα καλά! Χρυσοί, ολοστρόγγυλοι μικροί ήλιοι στα χέρια σου, φτιαγμένοι από ανθρώπινο χέρι. Γίνεσαι δούλος τους, καημένε, μα δεν το ξέρεις. Κάθε ημέρα που σε καίει ο ήλιος, στη δροσιά της σκιάς σκαρώνουν ολοστρόγγυλα χρυσά για σένα, και είναι ο δικός σου ιδρώτας που ποτίζει το χώμα τους.

Ξύπνα, καημένε εργάτη! Ξύπνα, να ξανακερδίσεις τον Ήλιο σου![align=left]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-01-2016