Πεζοπορώντας

Δημιουργός: ΠΑΡΑΠΟΙΗΤΗΣ

Πρόκειται για εικόνες που μαζί με άλλες με ακολουθούν,

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πεζοπορώντας


Χιόνι
Νιφάδες
Αμυγδαλιές ανθισμένες
Λευκές ονειροπόλες πεταλούδες
Ξεγλιστρούν, πέφτουν
Απ’ την σκισμένη σακούλα του ουρανού
Χορεύοντας απλώνονται, καλύπτουν, ομορφαίνουν
Τις κρύες πατημασιές της πείνας του λύκου
Το ευκίνητο βλέμμα του φόβου του ελαφιού
Τον λόγο του ανοίγματος των φτερών του αετού
Τον κόπο της επιβίωσης

Αν, πεζοπορώντας σε μονοπάτι στην εξοχή παρέσυρε το βλέμμα σου ή και το συνεπήρε
η ασύμμετρη απλωσιά του τοπίου, το θέαμα, η ομορφιά του, αν σε ξάφνιασε η καθαρότητα
του αέρα που ανασαίνεις, αν σιμά της σε τράβηξε η τραχιά και οικεία μοσχοβολή του ρετσινιού
όταν πλησίασες το βρεμένο πεύκο κι αν κοντοστάθηκες σαν άκουσες το θρόισμα, τον ψίθυρο
των φύλλων, ή ακόμη αν προσπάθησες να αποκωδικοποιήσεις νόημα ή λέξεις στο τρίξιμο,
στο γογγυσμό των κορμών των δέντρων. Αν την αίσθηση είχες πως τα πόδια σου περπατούν
σε μονοπάτι ενός πίνακα ζωγραφικής, ενός αόριστα όμορφου ονείρου που προσπαθείς
μόλις ξύπνησες να θυμηθείς. Αν έτσι ένιωσες, αν ταυτόχρονα ταξίδεψες στην γαλήνη,
στην ένταση,στην ευτοπία.. Στην ολοκληρωτική ευχαρίστηση που προσφέρει ένας μεγάλος περίπατος στην εξοχή.

Αν, με τη μοβ ίριδα που αντίθετα σε λογική στη χαραματιά της πέτρας σαν μαγικό τρικ
έχει ανθίσει και με το φυτρωμένο στο νοτισμένο πεζούλι, με την κομψά του καμουφλαρισμένη
τοξική πιθανότητα ράθυμο μανιτάρι. Αν μαζί με το αιωνόβιο γερτό στο έδαφος έλατο
που εξαντλημένο από τα χρόνια ορθοστασίας δίκαια έγειρε να ξαποστάσει. Αν με τα
απλησίαστα πουλιά τα κουρνιασμένα στους ώμους των δέντρων και τα μυριάδες έντομα που κι αν τάχεις ξαναδεί το όνομα τους δύσκολα θυμάσαι. Αν με τα πεσμένα φύλλα, με το τρυφερό
χορτάρι, με τις ανεμώνες, με το θυμάρι, με των λογιών τους θάμνους και τα βοτάνια,
με το ζεστό φως, με την αισιοδοξία και τις μελαγχολικές στιγμές. Αν ανάμεσά τους,
παρέα τους είδες πάνω δίπλα και φορές κάτω από σένα τα ανάγλυφα σύννεφα σαν ταλαντούχοι τεχνοτρόποι να σκιτσογραφούν, να σχηματοποιούν ακροπατώντας στα ρείθρα
της ειμαρμένης τους την τρελή, την απρόβλεπτη του ανέμου φαντασία.

Αν την ύπαρξη μίας δημιουργικής θεότητας την διαισθάνθηκες να τριγυρνάει φροντίζοντας
με ξεδιψαστική βροχή τον ευαίσθητο κήπο της κι ύστερα με βεβαιότητα την είδες στα ξέφωτα
των άσκεπων ναών της σα να προσεύχεται κρατώντας ανάμεσα στα χέρια θυμιάματα
δακρυστόλιστες πευκοβελόνες και θαμπές του ήλιου αχτίνες. Αν το σώμα σου θέλγησε και
ζήτησε να μην αγγίζει έδαφος αλλά να αιωρηθεί λες όλο πιο σιμά προς τον αρχέγονο σκοπό,
προς το κέντρο. Προς το κέντρο που θεμελιώνει οροσειρές, τοξωτά πέτρινα γιοφύρια,
σύννεφα, χρώματα, αισθήσεις και Νοήματα.

Αν είδες.
Πελώρια βουνά. Βασιλείς δυσθεώρητοι που αντί για στέμματα φορούν ερειπωμένα κάστρα.
Αν είδες. Τις απότομα κάθετες των βράχων σιωπές. Γίγαντες γρανιτένιοι με σώματα άκαμπτα
με βλέφαρα ολόστεγνα που πέτρωσαν στη θέση της υπεροψίας τους, στην ακήρατο δόξα τους.
Προς τον ορίζοντα χιλιετίες ολάκερες κοιτώντας σαν από μακριά να περιμένουν τα ανεπίδοτα,
τους κότινους των επηρμένων τους. Και κοιτώντας, και περιμένοντας, να μετουσιώνονται
όπως όλα, από μορφές σε χώμα και ύλη των διαρκώς καινούριων κόσμων που κάθε νέα στιγμή ερήμην και εμπρός μας ανατέλλουν.

Κι αστραπές αν είδες. Γδαρσιές πύρινες της γκρίζας αίγλης του ουρανού. Μαχαίρια κοφτερά
που βγαίνουν απ' το θηκάρι και κόβουν το θάρρος στη μέση. Να φεγγοβολάει στη διάθλαση
του φωτός η δύναμη, ο οίστρος της φύσης κι ας καίονται τα δέντρα μέσα στο δέος τους όρθια.
Και βροντές. Να σείονται ο νους κι ο φόβος. Βουητά υπερκόσμια σαν στον έρωτα
να έχουν υποταχτεί τα στοιχειά της απεραντοσύνης και των μυστηρίων. Και βροχή.
Η βροχή, είναι το αίμα του ανέμου, που κόβεται,
εκεί που κόβονται οι καρδιές και γεννιούνται τα δάκρυα.

Και κάτω μακριά η θάλασσα.
Η θάλασσα που την σεργιανούν νησιά και την τσιμπολογάνε οι γλάροι.
Η θάλασσα. Η μάνα που γιομίζει τις κρήνες του κόσμου. Για να υπάρχουν τα μεγάλα ταξίδια.
Για νάναι μπλε ο ουρανός και κίτρινος ο ήλιος, για νάναι κόκκινο και μοβ το ηλιοβασίλεμα,
για να υπάρχει Ελλάδα, για να υπάρχει ξενιτιά, για νάχει κρασί και σταφύλια γλυκά η ζωή
κι αλμύρα ο θάνατος.

Κι είναι η θάλασσα που βαθαίνει
Κι είναι η θάλασσα που μαθαίνει
Με τα κύματα, με τα χείλια της
Τα τραγούδια της στα κοχύλια της

Και έρωτας.
Ο έρωτας, είναι η φύση που εκπληρώνει την διακαή υπόσχεση. Ο έρωτας είναι στους φυσικούς,
στους ψυχικούς και σωματικούς γκρεμούς το εντελβάις, είναι το δώρο της ζωής.
Είναι το ψίχουλο ψωμιού που τρέφει να ξεχειμωνιάζουν τα σπουργίτια της πλάσης όλα.
Είναι αδυναμία, είναι ορμητικό ένστικτο και βαθιά επιθυμία, είναι πόθος και ηδονή
έως το άπειρο, είναι λύτρωση, είναι γέννηση. Είναι γέννηση κι η γέννηση είναι πόνος.
Κι είναι ο έρωτας ο τρόπος που ο θεός ζητάει συγχώρεση.
Κι είναι ο έρωτας να περπατάς στη βροχή, και τα χάδια σου να πεθαίνουν από δίψα.

Αν
Η αέρινη μεταξένια ομίχλη. η παυσίλυπη κρυψώνα των ξωτικών και των νεράιδων
οι λεπτοί ανήσυχοι καταρράκτες, τα δεκάδες βιαστικά ρυάκια που βιάζονται
σαν διάφανες φλέβες να μεταγγίσουν σταγόνες ζωής ατ' τα δυσκολοδιάβατα δάση
στων κάμπων τους Αχέροντες και τα ζωοφόρα ποτάμια.
Και στις λίμνες
Καθρέπτες
Θρυμματισμένοι μαγικοί
Που τρέμει φως
Του φεγγαριού το άγγιγμα
Όταν κοιτάζονται
Να πλέκουν τα μαλλιά τους
Οι πνιγμένες κυρά Φροσύνες

Κι αν τα φιλόξενα για θαύματα
Αμέτρητα άστρα
Ήταν τόπος που σε διάλεξε συντροφιά
Ήταν για να τιμηθείς, να παρευρεθείς
Από κορυφές συνειδητές
Στον αέναο Κύκλο
Στην έμπνευση
Την ατομική και συλλογική
Στην υπέρτατη δοξασία
Στην υπέροχη παραπλάνηση
Στην ενέδρα ύπαρξης
Στο αιώνιο σφαγείο
Στην Ζωή
Αμήν.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-03-2016