Οι κυνηγοί του ανέφικτου

Δημιουργός: ειρήνη, Ειρήνη Παραδεισανού

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

τα μάτια του τα ρούφαγε το φως του δειλινού
τα στριφογύρναγε σ' ατέλειωτες φιγούρες
νοερά τα ζωγράφιζε στις τέσσερις όψεις του ορίζοντα.
ήταν μικρός όταν καθόταν εκεί,
στοιχειό της φύσης γινόταν ο λόγος του
στοιχειό της φύσης που μαστίγωνε
το ατέλειωτο μουρμουρητό της γης`
δεν μπορούσε όμως να σιωπήσει.
ήτανε λες και μια σιωπή αβάσταχτης οδύνης
να 'χε στοιχειώσει τα έλη τ' ουρανού
και τα πετούμενα όλα στέκαν αμίλητα
κι αφουγκραζόντουσαν τον ψίθυρο.
γιατί η φωνή του, όσο κι αν μέσα του θεριεύοντας
δονούσε χορδές απίστευτης οδύνης,
από το στόμα του έβγαινε σαν ψίθυρος
ταπεινός, ανάερος, συγκρατημένος.

κι έλεγε πως κουράστηκε να κουβαλά
τον πόνο των ανθρώπων
πικρά να αγναντεύει τη φυγή τους
να σφίγγει μες τη χούφτα του την πίκρα
της γης ολάκερης
να καίγεται πυρακτωμένος απ' τη σιωπή
ανθρώπων μισών, χαμένων στη μικρότητά τους.
έλεγε πως πια απόμεινε μονάχος
να δονείται με ασταμάτητη ενοχή
για όσα γύρω του μαραίνονται και λιώνουν`
μάταιη η αγωνία του, άγονη η πληγή του..
κανέναν πια δε συγκινούσε`

κι ύστερα σώπασε
και πήρε πικραμένος το δρόμο της φυγής`
έτσι κι αλλιώς απάντηση δεν πρόσμενε`
το 'νιωθε πως η αγωνία ήταν ραμμένη στο πετσί του`
έτσι εύκολα δε θα μπορούσε να απεκδυθεί την εμμονή της.
είναι που κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται
μ' ένα ερωτηματικό αγιάτρευτο στη θέση της σιωπής
και μιαν ατέρμονη αγωνία σφηνωμένη στο ακρόχειλο.
μιαν αγωνία που την είπαν κατάρα, ευλογία, πικρό ριζικό
γι' αυτούς που χρίστηκαν μονάχοι τους
οι κυνηγοί του ανέφικτου
του μάταιου οι εραστές..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-05-2006