Της Παραλίας ο καημός Δημιουργός: Μαυρομουστάκης, Μαυρομουστάκης Χαράλαμπος Καλημέρα στην ποιητοπαρέα. Ένα τυπικό καλοκαιρινό 24ωρο ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Όλη η φύση ζωντανεύει(εξ ου και τα κεφαλαία γράμματα στα στοιχεία της, τα οποία υποδύονται ανθρώπινους ρόλους). Εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη μας ταξιδεύουν. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Της Παραλίας ο καημός είναι μεγάλος
που τη δέρνουνε το Κύμα με τ' Αγέρι
μα ο καημός της δεν ειν' ένας, είναι κι άλλος
αφού ο Γιαλός την αμελεί κι ας είναι ταίρι.
Της κάνει νάζια, κρυφοπαίζει με τ' Αστέρι
που τον βλέπει διαρκώς από ψηλά
στέλνει την Αύρα ένα μήνυμα να φέρει
στο αστεράκι που δειλά χαμογελά.
Αστέρι όμορφα που λάμπεις τώρα ρίξε
ανεμόσκαλα ν' ανέβω εκεί ψηλά
τ' άγνωστα κάλλη σου σε μένα μόνο δείξε
τώρα που η Νύχτα η αργόσχολη κυλά.
Τ' Αστέρι μήνυσε στην Αύρα τη χαδιάρα:
είμαι ετερόφωτο και η λάμψη μου αυτή
είναι του Ήλιου προσφορά μα και κατάρα
αφού 'μαι δέσμιο στην πνοή του την καυτή.
Η Αύρα κίνησε το μήνυμα να δώσει
στον ανυπόμονο, επιπόλαιο Γιαλό
τον συνάντησε και ήταν εν υπνώσει
κ' η Άμμος της λέει το δικό της τον καημό.
Τ' Αλαφροκύματα κι ο Φλοίσβος με πλανεύουν
όταν ο Μπάτης τα χαϊδεύει ντροπαλά
το άσπρο κύμα κι ο Βοριάς, αχ με παιδεύουν
ο Ποσειδώνας το Βυθό σα γαργαλά.
Ένας Κάβουρας ξενύχτης που περνούσε
τριγυρνώντας σκουληκάκια για να βρει
την Άμμο ακούει, την υγρή, καθώς μιλούσε
και στο νου του παρελαύνουν "θησαυροί" .(σκουληκάκια)
Η κεραία, το Γιαλό τώρα του δείχνει
πλώρη βάζει, κάτι θέλει να του πει
το Κύμα σβήνει τα προδοτικά του ίχνη.
Καταδότη Κάβουρα, αλίμονο, ντροπή.
Έτσι ο Κάβουρας, χαρτί και καλαμάρι
στο Γιαλό, που μόλις ξύπνησε θα πει
τι η Άμμος, της Ακτής τους το καμάρι
πριν στην Αύρα είχε εκμυστηρευτεί.
Έτσι ήλπιζε ο Γιαλός πως θα του δώσει
θα ξεβράσει σκουληκάκια για να φάει
αφού πρότινος του είχε καταδώσει
τη χρυσούλα που ζηλεύει κι αγαπάει.
Μα ο Γιαλός, παραζήλεψε στ' αλήθεια
Κύμα στέλνει με μοιραίο παφλασμό
και ο Κάβουρας γι' αυτή την κακοήθεια
βρίσκει στη δίνη του πικρό αφανισμό!
Η Νύχτα μάρτυρας κι αυτή στα τεκταινόμενα
δίνει σκυτάλη στο νωθρό το Λυκαυγές
στης ιστορίας μας, στα λοιπά και παρεπόμενα
ακουγόταν τις ξανθούλας οι κραυγές.
Οι Γλάροι άρχοντες, με ράθυμο φτερούγισμα
το Λυκαυγές καλημερίζουν τραγουδώντας του
είναι παράτονοι κ' η Αυγή μ' ένα νανούρισμα
το κοιμίζει ρυθμικά, χαμογελώντας του.
Η Μέρα γέμισε κι ο Ήλιος τις Ακτίνες του
στη Θάλασσα της έστειλε, τις άπλωσε
το Μελτέμι και το Κύμα με τις δίνες του
κάθε πλεούμενο το χτύπησε, το λάβωσε.
Το Μελτέμι απ' την κούραση του έπεσε
και τον Αίολο, στα Σύννεφα αντάμωσε
η ζέστα αφόρητη τους ιδρωμένους έγδυσε
των λουόμενων τα ρούχα τα πυράκτωσε.
Το Λιοπύρι, το πυρρόξανθο του ράπισμα
συνεχίζει με μαγεία να σκορπίζει
μα των Γλάρων δεν ακούγεται το σάλπισμα
και τα δίχτυα του ο αλιεύς τα ξεψαρίζει.
Το Απόγευμα την άφιξή του δήλωσε
με την Αύρα που την έχει χρεωθεί
απ' τη Νύχτα, που μετά όλους καθήλωσε
και τον Ήλιο στα βουνά πίσω ωθεί.
Νύχτα, τη Μέρα με χαρά τη διαδέχεσαι
το μαύρο σκότος σου τα θέλγητρά της κρύβει
Μέρα για πες μας, εσύ, αχ πως το ανέχεσαι
την ομορφιά σου η Νυχτιά να τη συνθλίβει;
Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-04-2016 | |