Στην παλιά ταβέρνα Δημιουργός: Καραμελομένος_Χιμπανζτής Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Άνεμοι φύσηξαν βαριά και τα βαπόρια χόρεψαν στης θάλασσας το κύμα.
Άνθρωποι τρέξαν να σωθούν, τα δέντρα ξεριζώθηκαν στον κρότο της θνητότητας.
Και τρεις γερόντοι μοναχοί, ανήξεροι σε κάποια ξεχασμένη στον χρόνο ταβέρνα αράζουν.
Καθισμένοι δίπλα - δίπλα, με συντροφιά τις μελωδίες του τότε που φωνάζει και εξιστορεί ουρλιάζοντας ένα κακοκουρδισμένο σκονισμένο μπουζούκι.
Ταβέρνα άδεια, παλιά τραπέζια ξεχασμένα, ξύλινα, φαγωμένα, μια καράφα κρασί ξέμεινε από κάποιον βιαστικό που δεν πρόλαβε και ένα βάζο με ένα τριαντάφυλλο νεκρό, γυμνό από φύλλα, μυρωδιά του θανάτου αναδίδει.
Ο ένας τους δίχως μαλλιά, με ρυτίδες, καπέλο και γιλέκο, γραντζουνάει το μπουζούκι με χέρια που τρέμουν και θυμάται τα παλιά. Ο άλλος πιο δίπλα, με μουστάκι παχύ, τα πόδια σταυροπόδι, παίζει κομπολόι και δακρύζει.
Και ο τρίτος, σιωπηλός, με το βλέμμα ταξιδεύει στην παλιά την ταβέρνα, μπουχτισμένη από ευτυχία, μελωδίες και φωνές. Φαΐ, γυναίκες και χορός, να ρέει το κρασί μέσα στις φλέβες και να πεθαίνει ο Χάρος. Μα τώρα ο Χάρος νίκησε, κυριαρχεί στον χώρο τον απόλυτα βαρύ και μουγγό.
Ένα κάδρο κιτρινισμένο και ξεθωριασμένο, πορτραίτο μιας όμορφης κοπέλας μιας αλλοτινής εποχής, κρεμασμένο στον τοίχο τάχα σαν να τους κοιτάει να τραγουδάνε, με μαλλί χτενισμένο καλοστεκούμενο, και ένα ζωηρό κόκκινο τριαντάφυλλο βαλμένο στο αυτί.
Ώρες ατέλειωτες, μνήμες απύθμενες, κάθε τραγούδι εξιστορεί μια ιστορία ετούτου εδώ του μέρους.
Και κάθε που τελειώνει ένα τραγούδι, σαν να ανασαίνει το νεκρό τριαντάφυλλο στο βάζο, σαν να ξαναγεννιέται και να βγάζει ένα - ένα τα φύλλα του και μεταμορφώνεται σιγά - σιγά στο τριαντάφυλλο που κοσμούσε το αυτί της, σαν να θυμάται και αυτό τη ξεχασμένη ζωή της ταβέρνας, με το άρωμά του μεθά τους γέροντες σαν κρασί και αυτοί τον Χάρο οπως παλια περιγελούν .
[align=left] Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-04-2016 | |