Το χωριό του Δημιουργός: MARGARITA Καλημέρα φίλοι μου τελευταία μέρα του Μαγιού...οι νεκροί ποτέ δεν πεθαίνουν όταν αγαπάμε...ύστατο αντίο στον Κωνσταντίνο Ηλιάκη... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Το χωριό του
Το χωριό του έμοιαζε με καντήλι. Γύρω βουνά.
Όταν ο ήλιος φώτιζε τα αετόπουλα στήνανε χορό
και πάνω πολύ ψηλά στο ένα βουνό, στης Παναγιάς
το μοναστήρι φλόγα λευκή απ το λιοπύρι.
Στις πολεμίστρες του φύλακες άγιοι πολλοί, Τουρκιά
δεν πάτησε μήτε και Γερμανοί. Στην άλλη μεριά ο Αϊ Λιας
ακοίμητος φρουρός των χωριανών και ο Αϊ Γιώργης
απ την άλλη οστών σωμάτων κοιμητάρι. Πιο πάνω
στη νεροτριβή κρύο νερό απ τη πηγή και ακόμη πιο ψηλά
το διάσελο με τα έλατα. Μες τα δρομάκια όλο λιθάρια
νερό τρεχούμενο αντάρα, όμορφες νιές να τραγουδάνε
τα νεροβάρελα να ξεχνάνε. Και στην πλατεία του χωριού
δυο καφενεία με ουρανό πλατάνια, καρυδιές, αγάπης Πάσχα,
Αυγούστου Παναγιάς νταούλια, χοροί, κλαρίνα και ζουρνάς.
Τσάμικος, καλαματιανός, ιτιά- ιτιά παραγγελιά, χορός ο αετός
και χαρτωσιά. Το σπίτι πάτωμα παλιό έτριζε στο βηματισμό,
χοντρά ντουβάρια ασβεστωμένα και στο κατώγι τα βαγένια
μαζωγμένα με κοκκινέλι που αναστούσε και νεκρό
και χώροι άλλοι μοιρασμένοι με της χρονιάς τους τον καρπό.
Τρεις εκκλησιές και ένα σχολειό Δημοτικό, μία γραφή
του ξενιτάρη δωρεά, την εβδομάδα μια φορά ένας γιατρός
στη περατζάδα. Τα πιο όμορφα μου καλοκαίρια τα έζησα
εκεί πέρα, ακόμα ακούω τα ψιθυρίσματα απ τις γιαγιές
που γνέθανε με την ρόκα τους να κάμουν κουρελούδες
και της γιαγιάς μου τη φωνή «λαχταρίτσα μου κακή».
Στη σάλα τη μεγάλη, στους τοίχους γάμων φωτογραφίες
και δυο κάδρα με μετάλλια ανδρείας 1ου παγκόσμιου ανάπηρος
ο παππούς, αριστείο 2ου παγκόσμιου ο θείος. Μικροί σοφράδες
κι όλοι τριγύρω να κόβουν χυλοπίτες, στριφτάρι τραχανά
και τα σεντόνια κάτασπρα απλωμένα να τα λιάσουν
και η γιαούρτη κρεμασμένη σε μαξιλάρι να φύγει το ζουμί.
Λαγήνια χοιρινό σφαχτό και ζωντανά να βοηθάνε στο θερισμό
τον παππού με τ΄ όπλο στη πλάτη του κυνηγού.
Σαν περπατούσαμε μαζί καμάρωνε για την πρώτη τσούπρα,
τρεις είχε και ένα παιδί και όταν παίζαμε τάβλι σαν έπαιρνα διπλό
ρώταγα να καπνίσω μπορώ; Και μ΄ ύφος αυστηρό έλεγε
«και τα κούτσουρα καπνίζουν Μαργαρώ». Σαν ήρθε ο Μιχάλης
να τον πάρει, το ένιωσε και ζήτησε να θαφτεί στο χωριό του.
Γιατί πατέρα ρώτησα; Εκεί με ξέρουνε κι οι πέτρες.
Εκεί κοιμάται κάτω από πράσινο χορτάρι καθόλου μάρμαρο
και πέτρα μήτε καμία φωτογραφία, μονάχα ένας αετός
με τα φτερά ανοιχτά. Αφού τον έθαψα, ποτέ δεν θέλησα να πάω
να μοιρολογήσω
τον έχω μέσα στη καρδιά
Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-05-2006 | |