Οι σκέψεις του δεκαημέρου Δημιουργός: Kapsouris123, Γιωργος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Εκείνη την ημέρα ο ήλιος έκαιγε πάνω απ'το Βασιλικό.Φυσούσε αεράκι κι έκανε το κλίμα πιο ήπιο, ευχάριστο για να πιεiς έναν καφέ στο μπαλκόνι. Στην περίπτωσή μας, στην μεγάλη κοινή αυλή τη κατασκήνωσης. Έκατσε, λοιπόν να πει τον καφέ του στο τραπεζάκι, ακούγοντας ελληνικά, λαϊκά, δημοκρατικά τραγούδια. Ο κήπος με τα πολλά δέντρα, τις μουριές, τις κερασιές, το γρασίδι και τα πουλιά τον ηρεμούσαν.
Εκεί, σ'αυτήν την σχεδόν απόλυτη ησυχία που διαταρράσονταν μόνο απ'τα κελαηδήματα των πουλιών και τον αέρα, μπορούσε να σκεφτεί δίχως άγχος όλα εκείνα που ήταν όμορφα. Τις νεαρές κοπέλες που γύριζαν απ'την παραλία, τους συναδέλφους του που ξυπνούσαν απ'τον μεσημεριανό ύπνο.
---
Γεια σας όμορφα πλάσματα
της Γης και του αέρα,
εσείς που τραγουδάτε άσματα.
---
Άφησε να περάσουν απ'τα μάτια του σκηνές απ'την πορεία της εξέλιξης της φύσης. Το συναισθήματα αυτά καθάριζαν ο,τι λερό και σάπιο tου είχε απομείνει απ'τα βασανιστήρια της ψυχής του. Αυτή η μεγάλη αυτή αντανακλά τα πιο ευχάριστα, ευγενικά και τίμια τμήματα του χαρακτήρα των ανθρώπων.
Υπάρχει κι ένα γήπεδο του βόλεϋ, φτιαγμένο με δυο κολώνες πάνω στο γρασίδι, με λίγα σκοινιά, που το οριοθετεί κανείς με μπουφάν, ξεφούσκωτες μπάλες και άλλα παρόμοια τοποθετημένα σε νοητές γωνίες στο ανώμαλο έδαφος της αυλής.
Απέναντί του έχει τα υπόλοιπα κτίσματα που μένουν φοιτητές. Απ'έξω έχει κρεμασμένες μπουγάδες που σιγά σιγά στεγνώνουν.
---
Γεια σας κι εσάς, φίλοι καλοί
του μέλλοντός μας χτίστες, μαθαίνετε
του κόσμου να καθαρίζετε τη χολή.
---
Δε μπορούσε να μη σκέφτεται και τα επίγεια, όσο μαγευτικό, μέσα στη φτώχεια του κι αν ήταν το τοπίο. Οι εικόνες της εξέλιξης άλλαξαν με τις εικόνες της ιστορίας του τόπου, των τίμιων εργατών κι εργατριών, των λαϊκών δασκάλων
και των ανθρώπων των επιστημών και της τέχνης, ακούραστων αγωνιστών της ζωής που πάλεψαν για φτάσει η ανθρωπότητα ίσα με το μπόι της και πιο ψηλά.
---
Χαίρετε δάσκαλοι, λαμπάδες τη ζωής,
που στα σκοτάδια μας φωτίζετε.
Της γνώσης μας φορείς.
---
Σκεφτόταν τους μεγάλους αγώνες του λαού, τις σημαντικές κατακτήσεις, τα δικαιώματα που κερδίθηκαν στον τόπο αυτόν, που του έδωσαν την δύναμη να κάνει άλλους λαούς γύρω του, να σηκώνουν το κεφάλι για να τον δουν, να τον κοιτάξουν στα μάτια. Είναι πεπεισμένος, πως πρέπει να τον σεβόμαστε, γιατί μας έδωσε καταφύγιο όταν οι συμπατριώτες μας, μας σκότωναν. Όταν οι συμπατριώτες μας απαγόρευαν την τέχνη μας, εκείνοι την ανήγαγαν σε σε φιλοσοφία.
Το περιβάλλον γύρω του του έδινε έμπνευση γιατί είχε απόδειξη για τα πιστεύω του. Η υπαίθρια λέσχη που τώρα γεμίζει ιστούς και αράχνες, του μαρτυρά την ορθότητα της πεποίθησής του για έναν κόσμο δίκιο και δημοκρατικό. Το πρόχειρο δίχτυ του βόλεϋ κατηγορεί σιωπηρά την έλλειψη έγνοιας για την λαϊκή παιδεία, που έχει πλέον επικρατήσει σ'αυτόν τον τόπο.
---
"Με λησμονήσατε αφεντάδες, με βιάσατε"
σπαρακτικό κλάμα ακούω,
"τα παιδιά μου να ταΐσετε ξεχάσατε".
---
Καθώς τα σκέφτονταν όλα αυτά, πέρασαν απ'τα μάτια του οι χιλιάδες αδικίες που πολέμησε, που είδε και που τον στιγμάτισαν μόνιμα στην καρδιά.
Θέλησε να πάρει δύναμη κι έβαλε ν'ακούσει το τραγούδι για τον ήλιο της δικαιοσύνης, που όμως έπαψε να λάμπει σ'αυτά εδώ τα χώματα. Θέλησε κι αυτός να καλέσει τους παλιούς του φίλους με φοβέρες και μ'αίματα, τους συντρόφους του.
---
Μέσα απ'τα στήθια μου βγαίνει
βρυχηθμός βαρύς, αντρίκιος.
Ελάτε, αδέρφια, άνθρωποι μας καλούς απεγνωσμένοι.
---
Έβλεπε τα σπουργίτια, τα περιστέρια, τα πτηνά όλα γύρω του. Μέσα στο παράπονό του, του προκαλούσαν μια περίεργη γαλήνη, που δε μπορούσε να εξηγήσει. Πώς μπορεί άραγε, ο θυμός και το παράπονο να εναλλάσονται τόσο εύκολα με την ηρεμία; Ίσως η εικόνα των κοριτσιών που λιάζονται στο γρασίδι να του έφερνε ευφορία και να εξουδετέρωνε τ'αρνητικά συναισθήματα, αφήνοντάς του αυτήν την γλυκιά, μα περίεργη ηρεμία. Ίσως πάλι να ήταν επειδή μια κοπέλα που του άρεσε έδειξε ενδιαφέρον. Πήρε το τηλέφωνό της. Δύσκολο να μην χαμογελάσει κανείς από ευτυχία με τέτοια γλυκά, πανανθρώπινα πράγματα όπως η αγάπη και το ενδιαφέρον.
---
Σ'αυτήν την ησυχία, θλιμμένο σαν με δεις,
να μη διστάσεις!
Στείλε μου ένα χαμόγελο, να χαρείς.
---
Δίπλα του στέκονται ακλόνητα ο καπνός του, ο καφές του και η συλλογή από έντομα που θέλει να χαρίσει στην αδερφή του. Για τον αδερφό του ετοιμάζει άλλο δώρο. Δεν είναι χειροπιαστό, αλλά πιστεύει ότι θα του αρέσει.
Όσο όμως και να χαμογελάει και να σκέφτεται πως όλα αυτά τα ωραία θα'ναι δικά μας, όπως λέει κι ο ποιητής, δε μπορεί να μη σκέφτεται ότι είναι μόνος του εδώ, εξόριστος απ'τους συναδέλφους του, με μόνη συντροφιά το τετράδιό του και το στυλό του για να γράφει τις στιγμές που έζησε τόσες μέρες.
---
Κι όλα τελικά μια τρύπα στο νερό.
Ποιήματα, φιλίες... πώς γινήκαν έτσι.
Αντίο, από εμένα, να πάτε στο καλό.
------
Всичко е на края една дупка във вода.
Стихове и приятелства, как станаха така?
Сбогом вече от мен, мили, нежни, красиви същества.
---
Όπως κάθεται, νιώθει την έγνοια του παλιού, αλλά καθαρότερου και νεότερου στην ουσία, Σοσιαλιστικού συστήματος της χώρας για το περιβάλλον, τον άνθρωπο και τη φύση. Νιώθει την ευλογία των κομμουνιστών συντρόφων του προς τον τόπο αυτόν.
Ήταν ήρεμος, μα το μυαλό του γύριζε απο θέμα σε θέμα, λες και ήθελε -που όντως ήθελε- να βρεθεί ανάμεσα σε τόσα πράγματα, μακρινά και κοντινά ταυτόχρονα και να τ'ανακαλύψει όλα!
Έβαλε να ξανακούσει Θεοδωράκη. Εξάλλου, τέτοια είχε μόνο στο παλιό κινητό του. Σκέφτηκε ότι αυτά τα τραγούδια ταιριάζουν με κάθε τόπο, για κάθε πανανθρώπινο σκοπό.
Εναλλάσσονταν ταχύτατα οι εικόνες στα μάτια του... Κοίταξε την ώρα... Έφτασε 5 το απόγευμα. Κουράστηκε να γράφει... Έκλεισε το τετράδιο και πήγε μονάχος του μια βόλτα...
Γιώργος Κόκκοτας
8 Ιούνη, 2016
Βασιλικό, Πύργος. Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-06-2016 | |