Τέλος

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Καλό απόγευμα σε όλες και όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τέλος.

ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ
ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ...
Όμως μετά εκατομύρια χρόνια,επιτέλους,
αρκετά έξυπνος έγινε ο άνθρωπος
και είπε :- Για ποιόν θεό μιλάτε;
Μόνος εγώ στα χέρια μου το μέλλον μου θα πάρω.
Και το πήρε.
Κι'άρχισαν της γης οι τελευταίες μέρες, οι εφτά.

Της Πρώτης μέρας το πρωί, ο άνθρωπος
λεύτερος αποφάσισε να γίνει
κι'ωραία να ζει, καλά κι'ευτυχισμένα.
Όχι πιά ενός θεού καθρεφτιζόμενη εικόνα,
αλλ'άνθρωπος.
Κι'επειδή χρειάζονταν σε κάτι να πιστέψει,
πίστεψε στην ελευθερία και στην τύχη,
στην επιχείρηση και στην πρόοδο,
στον σχεδιασμό και την ασφάλειά του.
Γιατί για την ασφάλειά του είχε το έδαφος,
στα πόδια του, γεμίσει με πυραύλους
και κεφαλές πυρηνικές.

Στης Δεύτερης της μέρας την ύστατη στιγμή,
στων βιομηχανιών τους ποταμούς
ψοφούσανε τα ψάρια,
τα πουλιά από των χημικών εργοστασίων την σκόνη,
που ωφέλιμη δείχνονταν γιά τις κάμπιες,
τ'αγριοκούνελα απ'τα μολυβδοσύννεφα των δρόμων,
τα χασμουριάρικα σκυλιά απ'το ωραίο,
κόκκινο χρώμα του λουκάνικου,
οι ρέγγες απ'το πετρέλαιο πάνω στις θάλασσες
κι'απ'τα σκουπίδια στους βυθούς των ωκεανων.
Επειδή τα σκουπίδια ήσαν ενεργά...

Την Τρίτη μέρα, ξεράθηκαν τα φυλλώματα των δέντρων,
τα μούσκλια των βράχων, τα λουλούδια των κήπων
και το γρασίδι στα χωράφια.
Επειδή ο άνθρωπος μόνος έφτιαχνε τον καιρό
και μοίραζε την βροχή με περίτεχνο σχεδιασμό..
Ένα μικρό λαθάκι ήταν, μόνο, στον υπολογιστή
που μοίραζε την βροχή.
Και όταν το ανακάλυψαν,
οι δεξαμενές είχαν καθήσει στον ξερό βυθό
του όμορφου Ρήνου.

Την Τέταρτη μέρα τρία τέταρτα
από τα δισεκατομύρια των ανθρώπων
ρημάχτηκαν.
Από μιάν αρρώστεια που είχε ο άνθρωπος
δαμάσει, ξεχνώντας όμως να σφραγίσει το κουτί της.
Και τώρα, έτοιμη ήταν αυτή γιά τον επόμενό της
πόλεμο έναντίον του
κι'άχρηστα αποδείχτηκαν τα φάρμακά του.
Άλλοι πέθαναν από πείνα, γιατί πολλοί απ'αυτούς
είχαν κρύψει το κλειδί των σιταποθηκών.
Κι'έβριζαν τον Θεό, που τους χρωστούσε την τύχη,
αφού καλός ήταν Θεός!

Την Πέμπτη μέρα, οι τελευταίοι άνθρωποι
πατήσανε το κόκινο κουμπί.
Επειδή αισθάνονταν ν'απειλούνται.
Φωτιά σκέπασε της γης την γαλάζια σφαίρα.
Καίγονταν τα βουνά κι'οι θάλασσες εξατμίζονταν
κι'οι σκελετοί του μπετόν στις πόλεις
στέκανε μαύροι και καπνίζαν.
Κι'οι άγγελοι στον ουρανό έβλεπαν
να γίνεται κόκινος ο γαλάζιος πλανήτης,
καφέ μετά και τέλος γκρί της στάχτης
και γιά δέκα λεπτά σιγήσαν τον ψαλμό τους.

Την Έκτη μέρα έσβησε το φως,
σκόνη και στάχτη κρύψανε τον ήλιο,
τ'άστρα και το φεγγάρι.
Κι'η τελευταία κατσαρίδα, που σ'ένα καταφύγιο
επέζησε, ψόφησε από την τρομερή ζέστη,
που δεν την άντεξε..

Την Έβδομη την μέρα επικράτησε, επιτέλους, ησυχία!
Το χώμα ήταν ανασκαμμένο κι'άδειο
και το σκοτάδι ήταν πάνω από ρωγμές και χάσματα,
που στον στεγνό φλοιό της γης είχαν σχηματιστεί.
Και του ανθρώπου το πνεύμα στο χάος,
σαν φάντασμα νεκρό, περιπλανιόταν.

Όμως,βαθειά, κάτω στην κόλαση,
λέγαν οι διαβόλοι την ιστορία του Ανθρώπου
που στα χέρια του το μέλλον πήρε.
Και ως επάνω, μέχρις τις ψαλμωδίες των αγγέλων,
φτάναν οι καγχασμοί τους και τα γέλια.-

Joerg Zink
(Απόδοση από το γερμανικό: Μ.Ελμύρας ).[align=center]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-07-2016