Αναμονή (μονόλογος γυναίκας) Δημιουργός: kotsani, Γιώργος Σοϊλεμεζίδης καληνύχτα με την καλημέρα! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Προσοχή! Τον μονόλογο οπωσδήποτε (μέχρι την τελευταία αράδα) πρέπει να ακούσουν (δηλαδή, να διαβάσουν) οι άνδρες. Ίσως θα βοηθήσει εμάς τους άνδρες να βγάζουμε ένα συμπέρασμα που θα μας κάνει καλό και εμάς, και τις γυναίκες…
Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα επικοινωνίας, το γνώρισα πρόσφατα… με το τομάρι μου.
Αναμονή
(μονόλογος γυναίκας)
Λάθος μου, που ήρθα πρώτη,
Έπρεπε ν’ αργήσω,
Πιο μακρινή πορεία να δρομολογήσω,
Για να μην ντροπιάσω τον ιππότη.
Ερχόμουν, σαν να είχα εξετάσεις,
Τις ημέρες μετρούσα από τη Δευτέρα.
Οι ημέρες αυτές σαν μες στην ερημιά οάσεις,
Σαν της παράστασης η πρεμιέρα.
Λοιπόν, δεν ήρθε. Ανδροκρατία…
Άκαιρα βιάστηκα τόσο,
Αφού έχω να ‘ρθω στο ραντεβού εικοσαετία,
Έπρεπε να πάω κάπου να τσιμπολογήσω.
Για να δούμε, τι θα γίνει;
Τι κρίμα! Έπρεπε, έπρεπε ν’ αργήσω.
Τι ηλίθια! Έκανα κόμμωση, φόρεσα καινούριο παλτό,
Έτρεχα σαν κοπέλα. Τερμάτισα πρώτη. Το έπαθλο δεχτό…
Μοντέρνα γυναίκα, ύπαρξη δελεαστική,
Πότε θλιμμένη και σκεπτική, πότε φωτεινή και εορταστική.
Ν’ αποδείξουν τις αδυναμίες της, να εμποδίζουν τις φιλοδοξίες της,
Άδικα οι άνδρες προσπαθούν, μάταια προσδοκούν.
Μοντέρνα γυναίκα, ύπαρξη δελεαστική,
Απ’ τα σουρτα-φέρτα βασανισμένη, αλλά όπως πάντα θεϊκή,
Χρειάζεται δυνάμεις μυϊκές και της διάνοιας,
Για της φροντίδες της εργασίας και της οικογένειας έγνοιες.
Όλα στον κόσμο γνώρισε, όλες τις δυστυχίες πέρασε
Και έμεινε αίνιγμα η σύγχρονη γυναίκα.
Ο Ρωμαίος μου δεν φαίνεται ακόμη.
Τι άλλο, να περιμένω;
Το δικό του συγνώμη;
Πολλές φορές την ειλικρίνεια μου πνίγω,
Αφού, να είσαι, είναι θεμιτό,
Κοκέτα λίγο,
Και απρόσιτη αρκετά.
Να φαίνεσαι αμέριμνή, κοιτάζεις
Λουλούδια για τον εαυτό σου ν’ αγοράζεις,
Επίσης για τον εαυτό σου πλένεις, μαγειρεύεις
Και το διαμέρισμα
Με ζήλο άχρηστο να συμμαζεύεις.
Την φίλη σου να τηλεφωνείς, την παντρεμένη και ευτυχισμένη,
Να έχεις φήμη της σοφής, να είσαι διαβασμένη,
Με προσοχή, ν’ ακούς τα λόγια,
Να συμφωνείς, δίχως λογομαχία: «Βεβαίως έχεις δίκαιο,
Οι άνδρες τώρα είναι σκέτη δυστυχία…»
Και το ακουστικό να βάζεις κάτω ήρεμα και κουρασμένα,
Και τα δόντια σφίγγοντας να ζεις αφηρημένα.
Να βασανίζεσαι μόνη, σαν βότανο ξεχασμένο
Και να περιμένεις τα επόμενα γενέθλια τα καταραμένα,
Και τον καθρέπτη να κοιτάς,
Που εμφανιστήκαν οι ρυτίδες ενωρίς.
Τον εαυτό σου να λυπάσαι,
Ενώ συχνότερα να μισείς.
Να κουβαλάς την θλίψη σου,
Να παίζεις με τη μοίρα σου παιχνίδια τυχερά,
Να κλαίς της νύχτες…
Και το πρωί να είσαι μια χαρά!
Πας στη δουλειά, και να, σαν να στήσανε ενέδρες,
Παντού στους δρόμους,
Ορίστε! Οι άνδρες!
Λεβέντες όλοι,
Με κομπασμό ψυχρό.
Αυτάρεσκο φύλο,
Που θεωρείτε ισχυρό!
Πόσο αδιάφοροι και απεχθείς,
Μαλθακοί λέοντες,
Τετριμμένοι τίγρεις.
Όλοι σαν κοιλιόδουλοι, κι ο μαρασμός ανθεί…
Μα που είναι αυτός; Να πάρει ο διάβολος!
Στ’ αλήθεια, τελικά θα ‘ρθει;
Δίπλα μου κραυγάζοντας, η άμαξα του ΕΚΑΒ τρεχάτη,
Και η φωνή της προμηνύει δεινά.
Ο Παντοδύναμε! μήπως ο δικός μου έπαθε κάτι;
Και το ασθενοφόρο χάθηκε στο πουθενά…
Πού είσαι αγάπη μου, σε περιμένω!
Να είμαι μόνη, μη μου επιτρέπεις,
Όπου θέλεις μαζί σου θα πηγαίνω.
Έλα! Σε ικετεύω τη ζωή μου ν’ ανατρέπεις,
Τον ωροδείκτη επισπεύδοντας, με ανοιχτή την αγκαλιά,
Ενώ συγχώρησα εσένα, τον δικό μου βασιλιά.
Το όνειρό μου απλό κι αθάνατο,
Επιθυμώ να είμαι η παθών,
Να είμαι σταυρωμένη με γλυκό θάνατο
Των προσεκτικών και δυνατών χεριών.
Για να νιώσουμε ο ένας του άλλου τη θέρμη
Κι αν συμβαίνει αυτό στη γη πανέρμη,
Και να χώνομαι στο δικό σου ώμο,
Και πάνω σ’ αυτόν τον ώμο να ριζώνω.
Ώ! Να ήξερες, πόσο παράξενο και παράλογο
Είναι να γράφεις αγγελία στην εφημερίδα:
«Συμπαθητική ξανθιά, λυγερή, μεσαίου αναστήματος.
Τα ενδιαφέροντά της: ή άνεση του σπιτιού και η φύση.
Έχει επάγγελμα… Ψάχνει αξιόπιστο φίλο…»
Αχ! Να ήξερες, πόσο όλο αυτό είναι δύσκολο και χυδαίο.
Γελάω με άλλους και χαίρομαι,
Ημέρες και νύχτες ονειροβατώ,
Με τις βλακείες μου ντοπάρομαι,
Και δεν λυπούμαι γι’ αυτό.
Αναπνέω και ελπίζω.
Ω, Κύριε… γιατί αυτά τα βάσανα!
Καλέ μου! Είμαι εδώ μπροστά σου,
Πες μου κάτι σε παρακαλώ,
Πες μου λόγια, όποια θέλεις.
Αγαπημένε μου, μόνο μη σιωπάς,
Λόγια σου θέλω να ακούσω…
Χωρίς αυτά και η χαρά δεν είναι χαρά.
Πες ότι μαζί μου νιώθεις υπέροχα, ότι σου αρέσω,
Πες μου, ότι μ’ αγαπάς, προσποιήσου για μια στιγμή!
Λέγε, πως δε θα με ξεχάσεις, πες ψέματα! Θα σε πιστέψω!
Μήπως ήρθε ο καιρός να τα φτύσω και να φύγω,
Και ας τον βασανίζουν οι τύψεις!
Όχι! Όχι! Αστειεύομαι λίγο,
Δεν έχω δυνάμεις για ρίψεις.
Θα μείνω, οι γυναίκες συχνά τη θέλησή τους κομποδένουν.
Ακόμη λίγη υπομονή, δαμάζοντας τη γκρίνια…
Αφού οι γυναίκες από καιρό έμαθαν να περιμένουν,
Πολλά μπορούμε, αλλά σ’ αυτό ήμαστε σαϊνια.
Πού είσαι αγάπη μου, σε περιμένω!
Να είμαι μόνη, μη μου επιτρέπεις,
Όπου θέλεις μαζί σου θα πηγαίνω.
Έλα! Σε ικετεύω τη ζωή μου ν’ ανατρέπεις,
Θέλω στην αγκαλιά σου να παραδίνομαι,
Και τη θλίψη μου να καταστέλλεις.
Αν θέλεις σύζυγός σου γίνομαι,
Είμαι δικιά σου κι αν δεν θέλεις.
Με όνειρο ασχολούμαι… Μόνο ας έρθει λαχταρώ!
Και μετά θα δούμε…
Ας μην έχει λεφτά θα του προτείνω.
Θα του δείχνω στοργή, θα τον ντύνω!
Μόνο το σπίτι μου, το σπίτι μισητό, να μην είναι κενό!
Να ‘ρθει μεγάλος, δυνατός, και ας καπνίζει τσιγάρο φθηνό!
Ας διαφωνεί όσο θέλει, ας ροχαλίζει,
Τόση γαλήνη, όταν κάποιος δίπλα … πολυφωνίζει.
Καλό να έπινε – λίγο, και λίγο ήθελα αγάπη-οξυγόνο,
Έστω και μια στάλα… Εξάλλου ας είναι μόνο…
Τώρα χωρίς αυτόν η ύπαρξή μου δεν θα είναι ζήση.
Τι λέω; Τι έπαθα; Μια μουρλή σκλάβα, που βρήκε τη λύση!;
Άιντε, στο διάολο! Είσαι απεχθείς, κι απ’ τη μνήμη μου θα σε σβήσω!
Εξαφανίσου, γίνε άφαντος, να χαθείς!
Απαράδεκτη! Στέκομαι και μυξοκλαίω!
Δε θέλω ξένα αποφάγια.
Πως κατάφερες; Παραλίγο να καταρρέω.
Μήπως μου έκανες μάγια;
Για δες εκεί – προϊόν! Πρότυπο μέτρων και σταθμών.
Για δες τον, το σύμβολο του σεξ, ο Αλέν Ντελόν!
Δειλός γυναικάς! Τι ωραία! Τον ξεχνάω, μια και έξω!
Αυτός κατάλαβε, ότι γι’ αυτόν, εγώ! Την ελευθερία μου θ’ αλλάξω;
Νόμιζε ότι το γύναιο είναι ερωτευμένο και θα υποδουλωθεί…
Ενώ η τιμή του, η καλή, μια πεντάρα τσακιστή.
Σίγουρα θα βρω άνδρα μαζί του να πλαγιάσω.
Την απαλλαγή μου από ‘σένα θα γλεντήσω.
Μην τηλεφωνείς, δε θα πλησιάσω,
Και αν θα γράψεις, δε θα απαντήσω…
Πως χωρίς εσένα, πως;
Θα είμαι σαν ένας ήλιος θαμπός.
Τι είμαι εγώ χωρίς εσένα; Σαν κακοφτιαγμένη παρθένα…
Δεν είμαι θηλυκό απαθές, μαζί σου θα πήγαινα όπου θες,
Θα ερχόμουν με μάτια κλειστά, ακολουθώντας τον δρόμο ψηλαφητά.
Τη θλίψη μου την κακή βιώνω, και με την μοίρα μου θυμώνω,
Σε ψάχνουν τον ματιών μου οι κόχη. Είσαι εκεί ή όχι;
Η κραυγή μου η σιωπηλή, μέσα μου ζει και απειλεί,
Πόνο εκπέμπει της καρδιάς ο πομπός…
Πως χωρίς εσένα, πώς;
Θα είμαι πιστή γυναίκα.
Μην περνάς δίπλα, θα γίνω αφοσιωμένη γυναίκα.
Θέλεις να γίνω αδερφή;
Θα σε ανεβάσω στην κορφή.
Θέλεις να γίνω αδερφή;
Πες και θα είμαι σκλάβα,
Και θα σε αγκαλιάσω σαν καυτή λάβα.
Μάλιστα, μπορώ και ως αγαπημένη σκλάβα…
Πάνω στο θαύμα κανένας δεν έχει την επιρροή,
Και ούτε το φέρνει της ελπίδας η αναγέννηση,
Μου φαίνεται πως περιμένω όλη τη ζωή,
Μου φαίνεται πως περιμένω απ’ την γέννηση.
Θα περιμένω μέχρι την τελευταία εκπνοή,
Θα περιμένω και μετά από το θάνατο.
Ακούω των γυναικείων καρδιών την τραγική βοή,
Και η αναμονή μου είναι το μοναδικό μου μεροκάματο.
Αυτήν την ώρα εκατομμύρια αδελφές μου αναμένουν
Ονειροπολώντας, και την ίδια τη ζωή αμελώντας,
Περιμένουν τη στιγμή στην πυρά ν’ ανεβαίνουν,
Στη φωτιά της αγάπης μοναδικής,
Και να γίνονται στάχτη, χαμογελώντας.
Αυτήν την ώρα οι αδελφές μου
Στον κόσμο τον ετοιμοπόλεμο,
Απλώνουν τα τρυφερά τους χέρια,
Για τον σταματημό των ερίδων.
Μην τύχει να περιμένετε
Τους αγαπημένους σας από τον πόλεμο,
Ή να τους περιμένετε κατ’ απ’ τα ρολόγια
Των βάσανων και των ελπίδων.
Σ’ αυτόν τον κόσμο τον εκρηκτικό,
Με των αισθημάτων την έξαρση,
Που πάν’ απ’ τα πάντα πετάει
Ο άγρυπνος και απαθής χρόνος,
Ας μην κυριαρχήσει της μάταιης αναμονής ο πόνος.
Δίπλα στο μπρούντζο των αυτοκρατόρων,
Φουσκώνουν απ’ την έπαρση.
Δίπλα στο μπρούντζο των ηρώων,
Που έδειξαν μεγαλοψυχία,
Πρέπει να υψώνετε μνημείο
Στη γυναίκα που περιμένει την αγάπη-λαχείο.
Φωτεινό άγαλμα στη γυναίκα που περιμένει την ευτυχία.
Ο χειμώνας ήρθε με της παγωνιάς το κρύο το τσουχτερό,
Ενώ μετά ο θέρος μας αγκάλιαζε με αεράκι το ζεστό.
Μέχρι το τέλος θα περιμένω, ως που την τύχη μου θα βρω,
Κι όλους εσάς παρακαλώ, μαζί μου να πιστεύετε σ’ αυτό.
Πού είσαι αγάπη μου, σε παρακαλώ…
Ρόμπερτ Ροζντέστβενσκι
1982 (2016)
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-09-2016 | |