Χιονίζει έξω Ιι (πεζό) Δημιουργός: Αστεροτρόπιο (Jeny) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πονάω. Το μυαλό μου εκτινάσσεται σε χιλιάδες κομμάτια. Νατα. Τα βλέπω στην
αδύναμη φλόγα να χοροπηδούν. Τίποτα. Πού το διάβασα; Ένα τίποτα ήμουν που
πίστεψε πως ήτανε κάτι. Λες; Και τώρα; Υπάρχει τίποτα πέρα απ' το τίποτα; Πού
να κρυφτώ; Η κυρά Στέλλα. Ναι, χωμένο γύρω απ' τα βουνά ήταν εκείνο το χωριό.
Στην Κρήτη. Στην κυρά Στέλλα να πάω, μαζί της να ανεβαίνω στα βουνά που ψάχνει
βοτάνια κι αρχαία. Πλούσιος ο τόπος. Πίσω βουνά, θάλασσα μπροστά. Στον πάτο
του βυθού μπροστά που κρύβει ολόκληρη πόλη, εκεί θα κρυφτώ κι εγώ.
Τη διάβασες λέει την ψυχή μου και δε σου άρεσε. Και η Αρτεμισία «επειδή ήσουνα
εσύ σου είπε μην τα κρύβεις». Είναι όμορφα. Μα πάει καιρός από τότε. Σου πα πως
δε θέλω. Δεν είμαι ποιήτρια. Δεν είμαι συγγραφέας. Ένα τίποτα είμαι. «Δως της δύο
δικά μου και πες της πως το ένα είναι δικό σου και τ' άλλο δικό μου. Να δεις τότε τι
θα σου πει».
Με το μπουρνούζι στέκομαι μπροστά στο τζάκι. Να τα κάψω; Μηνύματα της ψυχής
μου είναι κει μέσα που μόνο εσύ κι εκείνη έχει διαβάσει. Κι εκείνο που σου 'χα
χαρίσει κι έκλαιγες όταν το διάβαζες; Ψέματα μου πες; Ψεύτικα δάκρυα ήταν; Να τα
κάψω. Μα κάποτε μου έλεγες να μην τα κρύβω. Ναι. Τίποτα δεν είμαι. Δεν ξέρω ν'
αγαπώ αλλιώς δε θα πόναγες τώρα τόσο πολύ. Σε ξεγέλασα. Άλλη νόμιζες πως
ήμουν. Στην κυρά Στέλλα. Εκεί κανείς πια δε θα με ξαναβρεί. Κανέναν δε θα
ξεγελάσω εκεί. Κι η μαμά μου; Η αδελφή μου; Ας πονέσουν μια και καλή που θα
εξαφανιστώ... παρά να πονάνε και κείνες εξαιτίας μου...κάθε μέρα κι από λίγο. Θα
τους πω πως αποφάσισα να ζήσω στη Βραζιλία. Στην Αφρική. Πάντα τρελούτσικη
ήμουν, όλα τα περίμεναν από μένα. Καλύτερα έτσι.
Πάλι χιόνιζε τότε που μου τα 'λεγες και τα σκεφτόμουν αυτά. Σ' εκείνο το χωριό που
είχαμε αποκλειστεί. Ναι, όλο εκείνο το χιόνι έλιωσε και μέσα μου μπήκε για να
ξεχύνει τα ποτάμια δάκρυα που τρέχουν απ' την ψυχή μου. Μη με πονάς άλλο. Φύγε.
Μα μη εξευτελίζεις. Το κάνω και μόνη μου καλά αυτό. Βλέπεις; Ο δρόμος ανοιχτός
τώρα είναι. Μη γυρίσεις. Δε σε κράτησα ποτέ. Μόνος σου ήθελα να έρχεσαι. Αφού δε
θες φύγε. Μόνο πες μου το γιατί. Αυτό και φύγε. Σιωπή.
Κάνει κρύο. Ρίχνω κι άλλα χαρτιά. Ενθύμια και δώρα. Κάρτες. Εισιτήρια. Α! να και
ξύλινα. Από κείνο το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Κι άλλο. Απ' το πλοίο. Πάνω κάτω. Το
νησί μου. Κι αυτό το κράτησα; Οι πρώτες μας διακοπές στην Αντίπαρο. Τραβάω για
το ψυγείο. Δε θα πρεπε να χω μεθύσει πια;
«Όχι, μη μας περιμένετε. Μπορεί να κοιμηθεί στο Σταύρο. Πού ν' ανέβει με τέτοιο
καιρό; Εγώ; Όχι, λέω να μείνω. Κλαίω μάτια μου, κλαίω. Μη με δει ο πεθερός μου.
Σε λίγο θα μπει στο νοσοκομείο. Έχει τα δικά του κι εκείνος. Πες πως έχω πυρετό.
Δεν κάνει σήμερα να με δει. Θα καταλάβει. Δεν κάνει».
Απότομα έκλεισε το ψυγείο. Έπεσε το χαρτί. Το είχα ξεχάσει αυτό. Νερούντα. Πότε
το είχα κολλήσει να δεις. Πάει καιρός. «Σ' αυτή την ηλικία ήρθε και με βρήκε η
ποίηση. Δεν ξέρω από πού ήρθε. Από χειμώνα ή ποτάμι δεν ξέρω πώς ή πότε. Όχι,
δεν ήταν φωνές δεν ήταν λέξεις, ούτε σιωπή. Με κάλεσαν από ένα δρόμο απ' τα
κλαδιά της νύχτας ξαφνικά από τους άλλους ανάμεσα σε βίαιες φωτιές ή
επιστρέφοντας μόνος ήμουν εκεί, χωρίς πρόσωπο και με άγγιξε».
Τα χέρια μου τρέμουν. Ήταν εκείνη εδώ κάποτε και με είχε ρωτήσει. «Ωραίο αυτό.
Έχει γράψει κι άλλα τόσο όμορφα;» Μα
στο γραφείο του βρήκα πολλά που του είχε
στείλει πολύ αργότερα. Τα άλλα ωραία που είχε γράψει ο Νερούντα. Με μια
σημείωση. «Αυτό είναι τ' αγαπημένο μου χρόνια τώρα. Πώς με εκφράζει! Για σένα
αγαπημένε μου». Μπα. Μέθυσες. Αποκλείεται. Μα, κι άλλες θύμισες. Σαν φλασάκια
αστράφτουν. Κρίμα. Δεν το έχω εκείνο το τραγούδι. Αλλά δεν πειράζει. Να το
ακούσω και πάλι στην Απανεμιά όπως τόσα βράδια. Γιατί χάθηκα; Γιατί δεν
ξαναπήγα; Δε σου άρεσε. Μα στην αρχή ερχόσουν. Δε μου το πες. Τώρα το βλέπω.
Τι παιχνίδι πλέκεται εδώ; Εκείνη παίρνει από μένα γιατί; Κλέβει από μένα για να
χαρίσει σε σένα; Δεν προλαβαίνει να σε γνωρίσει; Κι εσύ; Ψάχνεις εμένα σ' αυτό που
ήμουν; Εγώ εδώ είμαι. Αλλού με ψάχνεις; Πάλι κόβεται η ανάσα. Από πού να πάρω
αέρα; Δε μπορώ να σου μιλήσω. Τίποτα δε μπορώ να σου πω. Δικαιολογίες λες είναι
όλα για να με κρατήσεις. «Για λίγο όπως σε γνώρισα θα ξαναγίνεις και μετά θα
βολευτείς ξανά. Αυτό σ' αρέσει. Το βόλεμα. Και φοβάμαι. Και μένα μου αρέσει το
βόλεμα. Μα δε μπορώ. Δε μπορώ να βγαίνουμε με άλλα ζευγάρια και να συζητάμε για
την τιμή της ντομάτας. Άλλο ζευγάρι ήθελα να γίνουμε εμείς». Πόσο δίκιο είχες.
Ναι. Και μένα δε μ' αρέσει. Βολεύτηκα; Μάλλον. Δίκιο θα χεις. Για να το λες.
Εξάλλου, είναι το μόνο πράγμα που είχες να μου πεις όταν σε ρώτησα. Την πρώτη
φορά που δεν αρνήθηκες πως όλα έχουν αλλάξει. Πάνε δυο μήνες τώρα.
Με άλλα ζευγάρια. Αλλά, εγώ δεν έχω ζευγάρια φίλους. Όλοι μόνοι τους είναι.
Σωστά. Πώς δεν το σκέφτηκα τότε; Δικοί σου φίλοι ήτανε. Οι δικοί μου φίλοι με τις
σάρκες τους τρώγονται σαν κι εμάς και γραμμένη την έχουν την τιμή της ντομάτας.
Δηλαδή; Τόσο καιρό εγώ τις δικές σου ανασφάλειες κι επιλογές χρεώνομαι ως δικά
μου λάθη; Όχι, όχι. Δε μπορεί. Να τα γράψω. Να τα γράψω τα λάθη μου μην τα
ξεχάσω. Μην ξεχάσω και τα ξανακάνω. Γραμμένα να τα χω για να τα θυμάμαι.
Εντάξει. Δεν τα καίω αυτά. Θα τα κρύψω. Ένα μπλοκάκι είναι μόνο. Έχει και την
αφιέρωση της Γιάννας. Χωράει στην τσάντα μου αυτό.
Δεν ανάβει η φλόγα. Κατάρα. Θα το χει η μέρα. Τσικνοπέμπτη κι εγώ γέμισα κάπνα.
Τι πέταξα μέσα και μυρίζει έτσι; Να και το ημερολόγιο. Θα καεί αυτό; Χοντρό
εξώφυλλο. Καλύτερα. Καλύτερα που δεν κρατάω πια ημερολόγιο. Τέσσερα βιβλία για
δύο χρόνια. Πού θα τα βαζα όλα αυτά; «Ναι, δεν αργώ. Στο δρόμο είμαι. Γλιστράει
πάω σιγά». Σιωπή μέσα. Δεν έχει μουσική στο αυτοκίνητο; Πώς; Γιατί; Στο είχα πει.
Προτιμώ να μη μου απαντάς από το να μου λες ψέματα. Προτιμώ τη σιωπή. Να τα κι
αυτά. Ναι. Αναλυτική κατάσταση vodafon. Σελίδες. Κομματάκι - κομματάκι τα ένωσα
απ' τα σκουπίδια. Δε μπορούσα ν' αντισταθώ. Να μάθω έπρεπε. Πού κατάντησα!
Τόσα μηνύματα με το Σταύρο; Καθημερινά. Με μανία το κινητό στο χέρι ν'
ανταλλάσσεις μηνύματα. Ναι. Δεν έχω παράπονο. Αγκαλιά με κρατούσες. Φίλοι
είμαστε. «Μόνο με κείνη επικοινωνώ στο γραφείο, οι άλλοι είναι χάλια». Δε
γεννήθηκα χθες ψυχή μου. Δε γεννήθηκα χθες. Τι μ' αφήνεις τα σημάδια να βλέπω;
Γιατί ολούθε τα σκορπάς μπροστά μου; Τα βλέπω. Γιατί μου τα σκορπάς για να τ'
αρνείσαι;
«Ναι. Αισθάνομαι δυνατός. Ζωντανός». Με βλέπεις; Με βλέπεις. Με μανία με
πατάς. Με λύσσα. Τίποτα από μένα δε θες να μείνει. Βίαια με προκαλείς. Ακόμα
κολλάει η βότκα που χύθηκε στο πάτωμα προχθές, στον καναπέ. Στα έπιπλα.
Ακόμα μαζεύω τα γυαλιά. Με κυνισμό και χαρά πετάς τα λόγια σου πάνω μου όπως
τα μπουκάλια που σπας. Σε βλέπω. Μα δε μπορώ. Δεν έμαθα στη βία ν' αντιδρώ. Δε
μπορώ, μ' ακούς; Το ξέρω πως μου φωνάζεις. Να σου επιτεθώ με βία θες. Να με
μισήσεις ακόμα πιο πολύ. Η βουβή μου παγωμάρα σ' εξοργίζει πιο πολύ. Το ξέρω
ψυχή μου. Μα σ' αγαπώ. Δε σε μισώ. Πώς να σου επιτεθώ; Πονάω. Πονάω που σε
βλέπω έτσι. Εγώ. Εγώ φταίω. Το ξέρω. Μα δε μπορώ, μ' ακούς; Έτσι είμαι. Δε θέλω
να σου κάνω κακό. Θε μου πόσο σε πονάω. Θα φύγω. Βοήθησέ με να φύγω. Γιατί
κλαίγοντας με κρατάς; Μη μου το λες. Μη μου λες χωρίς εμένα τι θα κάνεις; Μη μου
λες δεν αντέχω να σε χάσω. Μη μου λες μη μ' αφήσεις μοναχό, χωρίς το μικρό μου τι
θα κάνω; Όλα τ' αντέχουμε. Μ' ακούς; Όλα!
Την άλλη μέρα άλλα μου λες. Τι ν' ακούσω εγώ τώρα; Τι ν' ακούσω ψυχή μου; Πώς
να ξεχωρίσω τα δικά σου λόγια απ' τα δικά της; πού να κοιτάξω; Παράνοια.
Παράνοια. Να που το ζησα κι αυτό. Ναι εγώ φταίω. Δεν έπρεπε να σου το πω. Δεν
αντέχεις τα λόγια μου να σε χτυπούν. Ναι. Κάτω απ' το μηδέν έφτασα. Στ'
αποθεματικό βρίσκομαι. Στο μείον. Μα ούτε κι εγώ αντέχω να σε χάσω. Πώς το
'λεγε το τραγούδι να δεις; «Δε χωρίζουν έτσι οι ζωές που αγαπήθηκαν με τόσο
κόπο». Αυτό. Δε χωρίζουν έτσι. Θυμάσαι; Από παλιά στο λεγα. Η σχέση μας δε
σηκώνει συμβιβασμούς. Να μου το πεις και θα σου το πω. Όσο είμαστε καλά θα
μαστε μαζί. Το ξέρεις ψυχή μου. Το ξέρεις πως ό,τι λέω το εννοώ. Δε δίνω
υποσχέσεις καρδιάς που δε μπορώ να κρατήσω. Με αίμα χαράζονται μέσα μου. Μόνη
μου θα φαγωθώ αν τέτοιο ψέμα πω. Ουρλιάζει το βιολί. Am fenster. Ουρλιάζω και
γω. Πόσο πόνεσε αυτός που το γραψε; Με ξεσκίζει. Όχι, όχι άλλα δάκρυα.
Έρχεσαι. Να γελάσω. Μη με δεις έτσι. Μη με δεις. Φτάνει πια. Ήρθες. Δε χιονίζει
πια. Έχει και φεγγάρι έξω. Στο μπαλκόνι με βγάζεις. Σφιχτά μ' αγκαλιάζεις. Γιατί,
γιατί δεν είναι όλοι έξω; Γιατί δε βλέπουν πόσο όμορφο βράδυ είναι; Ναι ψυχή μου.
Είναι όμορφο βράδυ. Όλα τα σκεπάζει το χιόνι. Να σου φτιάξω να φας; Όχι. Να
πιούμε. Κράτα με αγκαλιά. Έχω ήδη πιει μου λες. Σε μυρίζω. Όμορφα. Στην υγειά
μας. Αρχίζεις πάλι. Χείμαρρος. Πράγματα να μου λες που ποτέ δε μου πες. Από
μικρός. Τους συνειρμούς σου. Δεν αντέχεις κι εσύ που ήρθαμε εδώ. Ναι. Δε μας
δέχτηκε ποτέ αυτό το σπίτι. Όλα στα ξύπνησε και σε τρόμαξε.
Λες κι είσαι πάλι το μικρό ελεγχόμενο παιδί που φοβάται. Φοβάται να υψώσει το
ανάστημά του και να πει, «Γιατί; Εγώ αυτός είμαι. Δες τε με». Ψυχή μου πόσο πονάς.
Να φύγουμε. Γιατί δε φεύγουμε; Είδες; Όλα τα καψα. Δεν τα κατάφερα να τα
χωρέσω σε μία βαλίτσα, αλλά σε δύο χωράνε όλα μου τα σημαντικά. Τα δικά σου
χωράνε σε μία. Πάμε ψυχή μου. Δε μπορώ να σε βοηθήσω. Μόνος σου πρέπει να το
κάνεις. Το ξέρεις. Μόνος σου πρέπει να ξορκίσεις τους δαίμονες. Μπορώ να σε
περιμένω εγώ. Μα να φύγουμε από δω. Να φύγουμε. Δε μας ανήκει πια το όνειρό
μας. Άλλο να βρούμε. Αληθινό. Γιατί τώρα μου τα λες; Κουλουριάζεσαι. Εξαντλημένο
σε παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά μου. Δε σ' αρνήθηκα ούτε και σήμερα. Σε λίγο, σε
λίγο θα πας στη δουλειά. Να σε ξυπνήσω. Ψυχή μου βασανισμένη κι εσύ. Πώς
σκορπίζεσαι.
Πάλι πρωί. Με τα βλέφαρα ανοιχτά. Να κλείσουν αρνούνται. Να ξορκίσουν το κακό.
Πέρασε κι αυτή η μέρα. Τη βγάλαμε. Το ξέρω. Δεν τελειώσαμε εδώ. Έρχονται και
χειρότερα μωρό μου. Δεν τρώμε τις σάρκες μας μόνο. Την ψυχή μας τρώμε, όλα τα
μέσα μας τεμαχίζουμε και τ' αφήνουμε να ξεχύνονται μες το αίμα. Ωμά τα τρώμε
μωρό μου. Ωμά. Δε μας βρήκαν ακόμα τα χειρότερα. Έρχονται.
Κοιτάζω το τζάκι. Ένα μάτσο άθλια αποκαΐδια με κοιτούν κοροϊδευτικά. Όχι.
Απειλητικά. Ούτε. Μισοκαμμένα σχήματα περίεργα. Στάχτες και κομμάτια.
Βυθίζομαι. Αλλάζουν τα σχήματα αλλάζουν. Τι θέλετε να μου πείτε; Τι; Δεν
καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα. Τίποτα. Κοιτάζω και σένα. Στον ύπνο σου
απότομα τινάζεσαι. Κλωτσάς. Μουρμουράς. Τι λες; Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν
κατάλαβα. Τι; Καθρέφτης σου είμαι; Όσο με πόνεσες σε πόνεσα; Ό,τι σε κατηγόρησα
έγινα; Μπερδεύομαι. Βουλιάζω. Σε τούτη την καμένη εστία όλα γυρίζουν. Αλλάζουν.
Πέφτουν, διαλύονται πάλι σχήματα αλλάζουν. Ναι. Ο θύτης γίνεται θύμα. Γίνεται και
το θύμα θύτης. Αυτό; Το τίποτα τα πάντα μπορεί να γίνει.
Ανεβάζω το βλέμμα μου πιο ψηλά. Σ' εκείνη τη δερμάτινη μάσκα με πρόσωπο
πορσελάνης. Θλιμμένη μα όμορφη. Τι κρύβει; Τι; Τέρας; Θυμάμαι εκείνο το
παραμύθι που χάρισα στην ανιψιά σου την προηγούμενη βδομάδα. Η πεντάμορφη και
το τέρας. Το τέρας το είχε ξεχάσει μα πρίγκιπας ήταν. Όμορφος απέξω άσχημος
από μέσα. Άσχημος απέξω, όμορφος από μέσα. Γνωρίζουμε άραγε ποτέ την
πραγματική μας φύση; Ποια; Ποια είμαι εγώ τώρα; Ποιος είσαι εσύ; Λες; Λες το
τέρας μέσα μας πρέπει να δούμε για να γίνουμε όμορφοι; Αν δεν το δούμε
παραμένουμε άσχημοι; Γι' αυτό; Γι' αυτό δεν υπάρχει φως χωρίς το σκοτάδι; Γι'
αυτό; Το τελευταίο αποκαΐδι που αντιστεκότανε μανιασμένα έπεσε σκορπίζοντας
σύννεφα στάχτης. Παράνοια. δε με νοιάζει πια, τίποτα δε με νοιάζει. Άλλη μια μέρα
ήταν. Πάει, ξημέρωσε τώρα. Αναπνέουμε ακόμα.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-06-2006 | |