Νεραίδα (αν θέλεις) Δημιουργός: Τριαντάφυλλος Ευαγγελινός, Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Σηκώθηκε να φύγει η Νεραίδα που με επισκεύθηκε. Αλλά σηκώθηκε αργά, χωρίς
μεγάλη προθυμία. Εγώ, στην κίνησή της να σηκωθεί, πετάχτηκα από την θέση μου,
αντιγράφοντας πιστά την κίνηση της καρδιάς μου. Την οδήγησα μέχρι την έξοδο.
Η καρδιά μου μόνο ήξερε πως δεν ήθελα να φύγει. Τρία βήματα μακριά απ' την πόρτα στάθηκε και με κοίταξε βαθειά στα μάτια. Δεν ξέρω αν ήθελε να με μαγέψει περισσότερο ή να προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις ή τις κρυψώνες των κρυμμένων μυστικών μου.
- Είσαι καλός άνθρωπος ... ψέλλισε με μια φωνή απαλή σαν αραχνούφαντο τούλι.
Έπιασε και πάλι τα χέρια μου για να τα φιλήσει, όμως αυτή τη φορά, με μια κίνηση
ολοφάνερα χωρίς θέληση, τα αποτράβηξα και φίλησα εγώ τα δικά της χέρια.
- Κυρά μου, της είπα - ... Δεν ακούστηκε ποτέ Θεοί να φιλάνε τα χέρια ανθρώπων
θνητών σαν εμένα κι αν το ΄κανες μια φορά, μην το ξανακάνεις. Να χαρείς, σε πα-
ρακαλώ, γιατί θαρρώ πως δε θα τα ξαναπλύνω.
- Με θεωρείς Θεό; με ρώτησε, ενώ είδα για πρώτη φορά στο πρόσωπό της να 'ναι
φωτισμένο καθώς ζωγραφίστηκε σ' αυτό ένα παιδικό χαμόγελο.
- Πάντως με δαίμονα ή με κακό στοιχιό δεν μοιάζεις, της απήντησα, οι δαίμονες
δεν έχουν καλό λόγο σε κανέναν να πουν, μόνο στην ομορφιά είναι σπουδαίοι
και του λόγου σου έχεις και τα δύο κι αν Θεά δεν είσαι, τότε μια καλή Νεραίδα
του δάσους σίγουρα, πρόσθεσα.
Το παιδικό χαμόγελο που εμφανίστηκε νωρίτερα στο πρόσωπό της έγινε τώρα
πιο πλατύ και ευθύς μου είπε ... - Σ΄ ευχαριστώ -, με δρόσισε και πάλι ο λόγος σου.
Θα ξανάρθω, μου είπε για δεύτερη φορά.
- Αν θέλεις - ...
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να της απαντήσω καθώς είχα μείνει μαγεμένος,
μουδιασμένος και άφωνος. Έκανα μεγάλη προσπάθεια ως που να καταφέρω να συ-
γκεντρώσω το μυαλό μου και το σώμα και να βρω τη δύναμη να ψελλίσω δύο λέξεις, λέγοντάς της πως θα ήταν τιμή μου όπως και αυτή, η πρώτη της επίσκεψη.
- Τα λέμε λοιπόν. Γεια σου. Σε ευχαριστώ πολύ για την περιποίηση και την φιλοξενία μου είπε και πήρε να διαβαίνει αργά το μονοπάτι που οδηγεί μέσα στο πυκνό πλατανόδασος, μακριά από το φτωχικό μου κάλυβι. Ένας μικρός ανεμοστρό-βιλος στροβίλιζε τα φύλλα γύρω από τα πόδια της στο αργό βάδισμά της και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έδυε εκείνη την ώρα, καθώς έπεφταν πάνω της φώτιζαν περισσότερο το κατάλευκο φόρεμά που φορούσε και πάνω στο πανέμορ-φο κεφάλι της, προσθέτοντας αμέτρητες ανταύγειες στα καστανομελένια κυμμα-τιστά μαλλιά της.
Στάθηκα εκεί να κοιτάζω την φιγούρα της να χάνεται στο τέλος του μονοπατιού.
Έμεινα σαν να περίμενα να πραγματοποιηθεί άμεσα η υπόσχεσή που μου έδωσε.
Λίγο πριν χαθεί εντελώς η φιγούρα της από τα ψηλά πλατάνια στάθηκε και γύρισε
να με χαιρετίζει σηκώνοντας το χέρι. Έμεινα εκεί πολλές ώρες στο ίδιο σημείο.
Ήταν αρχή του δειλινού η ώρα που έφυγε και τώρα η σελήνη βρίσκεται κρεμασμένη ψηλά, στην κορυφή του νυχτερινού ουρανού.
Ήταν μέσα Οκτώμβρη, το φθινοπωρινό αεράκι που φύσηξε μου έφερε μια μικρή κρυάδα. Πήρα γοργά τα βήματα και γύρισα να μπω στον Κουβαρά μου, (έτσι είχα ονομάσει το καλύβι μου). Καθώς μπήκα μέσα, με περίμενε μια απρόσμενη έκπληξη. Όλο το δωμάτιο είχε γεμίσει από μια μυρωδιά που δεν είχα ξαναμυρίσει ποτέ ως τώρα στην ζωή μου. Ένα άρωμα ιδιαίτερο, μείγμα από αγιόκλημα και ροδόνερο. Στην αρχή πάσχιζα να θυμηθώ εάν η μυρωδιά προερχόταν από το άρωμα που φο - ρούσε η πανέμορφη Νεραίδα ή αν το είχα μυρίσει νωρίτερα, όταν της είχα φιλήσει τα χέρια.
Ναι βέβαια, είπα μέσα μου με πίστη. Ναι αυτό είναι σίγουρα τ΄άρωμά της !!!
Λίγο αργότερα έγειρα στο κρεβάτι μου να ξαπλώσω. Ήταν αδύνατον όμως να έρθει ύπνος στα μάτια μου, καθώς η μορφή της είχε κολλήσει στον λογισμό μου. Σκεφτόμουν το απρόσμενο της επίσκεψής της και διαρκώς τα λόγια της. Εκείνο το "Αν θέλεις" που μου είπε, με κάποιο τρόπο λες και το σμίλεψε μέσα στην καρδιά μου. Θα ορκιζόμουν ότι το άκουσα πολλές φορές όλη την νύχτα μέσα στο άδειο δωμάτιο καθώς η μελιστάλαχτη φωνή της αντηχούσε συνέχεια στα αυτιά μου.
Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου. Μια λόγω των σκέψεων και μια λόγω της υπέροχης μυρωδιάς. Το πρώτο φως της αυγής τρύπωνε δειλά στο δωμάτιο καθώς ξημέρωνε. Στο πυκνό πλατανόδασος άρχισαν να πυκνώνουν οι ήχοι των ζώων, έσμιγαν με τις φωνές των πουλιών και καλωσόριζαν την νέα ημέρα που ερχόταν.
Συνεχίζεται ... Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-11-2016 | |