Ο ύπνος Δημιουργός: Μαυροδάφνη Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info «Αμπούμπου! Αμπούμπου!»
Δεν πιστεύει στ’ αυτιά της – ήρθε να τη δει τελικά. Πραγματικά, αυτός ο άντρας είναι απρόβλεπτος. Στο διπλανό δωμάτιο η μητέρα της ετοιμάζει το πρωινό της. Της σφυρίζει ποιος είναι, η μητέρα κάνει έναν μορφασμό έκπληξης.
Του ανοίγει την πόρτα, χλωμή κι αποκαμωμένη. Ήταν βαριά άρρωστη εδώ και πάνω από μια βδομάδα, αλλά σήμερα είναι η πρώτη μέρα που νιώθει σχεδόν καλά. Έχει λοίμωξη στα νεφρά και παίρνει αντιβίωση εδώ και τρεις μέρες.
Εκείνος αχνίζει αγωνία, την παίρνει στην αγκαλιά του, ξανασάνει που τη βλέπει κάπως καλύτερα. Της λέει πως δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, γιατί του τηλεφώνησαν από τον Συνήγορο του Πολίτη κι έκλεισαν ραντεβού μαζί του σήμερα πρωί-πρωί για να τους πάει το εκκαθαριστικό του. Η Διεύθυνση Αλλοδαπών θα επικοινωνήσει μαζί του μία εβδομάδα μετά. «Δηλαδή, λίγο πριν…», παρατηρεί εκείνη. «Ναι», συγκατανεύει κι αυτός. «Εύχομαι να πάνε όλα καλά και να καταφέρεις να μείνεις στην Ελλάδα», του λέει με ειλικρίνεια.
Κάθονται δίπλα-δίπλα στο κρεβάτι του πόνου της, της κρατά το χέρι. Τώρα είναι μαλακός και γλυκός σαν πραλίνα φουντουκιού – έχει μάλιστα και το ίδιο χρώμα. Είναι όμορφη η συγκεκριμένη στιγμή, όμως μικρή, πολύ μικρή για να παραγκωνίσει τις τόσες άσχημες που ‘χουν προηγηθεί και που κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα επαναληφθούν. Όχι, σίγουρα το αντίθετο θα συμβεί. Είναι ο λεγόμενος «κύκλος της βίας». Βία – ηρεμία – βομβαρδισμός αγάπης - ηρεμία… και ξανά βία. Όχι, δεν είναι πια για κείνη αυτά – κείνη πριν λίγες μόλις μέρες κόντεψε να πεθάνει. Κι ακόμα…
Του λέει και τ’ άλλα τα νέα, τα μυστικά. Του αποκαλύπτει τι άλλο έδειξε η αξονική: όγκο. Του κόβεται αναπνοή, εκείνη του εξηγεί ήρεμα ότι μπορεί να μην είναι και τίποτε σοβαρό. «Είσαι τόσο καλός άνθρωπος, δε σου αξίζει κάτι τέτοιο!», της λέει με ζέση. Τι σημασία έχει όμως αυτό, το αν είναι καλή; Αν αυτή την αρρώστια την πάθαιναν μόνοι οι «κακοί» άνθρωποι, τα ποσοστά καθολικής χαράς και ευεξίας σ’ αυτόν τον κόσμο θα ‘χαν αυξηθεί σημαντικά.
«Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ, έτσι δεν είναι;». τη ρωτά κοιτώντας τη μες στα μάτια. Εκείνη είναι ευαίσθητη σε ωραία λόγια, ωραίες χειρονομίες, ωραία σκηνικά… Αλλά όχι, αυτό που της λέει δεν το ξέρει, δεν το πιστεύει πια. Τι να του πει; Ξεφεύγει. «Τι να σου πω… Ας πούμε ότι εμένα μου χρειάζεται ένα άλλο είδος αγάπης!»
Αλλά τι αγάπη; Μετά από την τελευταία φορά που υποτίθεται ότι τη συνάντησε, σιχάθηκε την αγάπη και τα καλά της. Έδωσε, έδωσε, έδωσε, ξοδεύτηκε σχεδόν μέχρι τελικής πτώσεως, κι όταν ένιωσε κι εκείνη την ανάγκη να πάρει κάτι, πήρε μόνο πληγές και λόγια πικρά που θα τα θυμάται σ’ όλη της τη ζωή. Η ύστατη εμπειρία της με την αγάπη ήταν το λιγότερο εξουθενωτική – πραγματικά, πρώτη φορά ένιωσε ακράτητη την ανάγκη για χώρο κι άπλετη ελευθερία, πρώτη φορά δεν την τρόμαξε στο ελάχιστο η μοναξιά. Αισθανόταν παράλληλα και μια πίκρα όμως. Από το μυαλό της δεν έφευγε εκείνο το απόφθεγμα του Καζαντζάκη, που από δω κι εμπρός θ’ αποτελούσε μότο της: «Ο άνθρωπος είναι χτήνος! Του έκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Του έκαμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια».
Τώρα όμως ο μοχθηρός ιππότης γέρνει στο πλάι της πλήρως καταβεβλημένος. Το σπαθί με το οποίο την πλήγωσε μόλις μερικές μέρες πριν ήταν φτιαγμένο από την αγάπη της, την ίδια της την αγάπη... Έτσι, τώρα ο ιππότης είναι άοπλος. Εκείνη μπορεί άφοβα να τον αγκαλιάσει, αλλά με τι καρδιά να του προμηθεύσει ένα καινούριο σπαθί; Του έστειλε μήνυμα προχτές τη νύχτα, ότι είχε πάρει μια απόφαση που θα ‘θελε να του ανακοινώσει όταν θα ανακτούσε την υγειά της. Εκείνος αντέδρασε ψύχραιμα, σχεδόν ψυχρά. Σήμερα όμως βρέθηκε μπροστά απ’ την πόρτα της.
«Θα μου πεις την απόφασή σου όταν θα ‘σαι τελείως-τελείως καλά;», τη ρωτάει.
«Ναι», του υπόσχεται εκείνη.
Είναι ανακουφιστικό πάντως και παράλληλα απορίας άξιον το γεγονός ότι δε νιώθει θυμό ή πόνο. Που έχουν πάει αυτά τα δυο μαύρα συναισθήματα, αυτά που έκαναν την αγάπη της να πεθάνει από ασφυξία; Ίσως να έβρασαν κατά τη διάρκεια του υψηλού πυρετού της, τότε που είχε σημασία μόνο το να γίνει καλά και να τα κάνει όλα σωστά από δω κι εμπρός, να φέρεται στον εαυτό της με το σεβασμό που του αξίζει, κι ας έγινε ό,τι έγινε, κι ας πιάστηκε κορόιδο, κι ας έδωσε όλα τα αποθέματα τρυφερότητας και στοργής της σε κάποιον που πίστευε ότι αρκούσε μονάχα να δώσει την απαστράπτουσα παρουσία του και τίποτε άλλο. Συνειδητοποιεί ξάφνου ότι η αρρώστια που κόντεψε να την ξεκάνει την εγκαταλείπει τώρα προικισμένη με υπερδυνάμεις. Αποφασίζει ότι κανείς πια δεν πρόκειται να την εκμεταλλευτεί, γιατί, πολύ απλά, δεν έχει πια ανάγκη κανέναν. Δεν έχει ανάγκη την αγάπη κανενός, γιατί πλέον αγαπά η ίδια τον εαυτό της αρκετά. Είναι μια πολεμίστρια με ένα ολόδικό της χρυσό σπαθί. Είναι λοιπόν αήττητη!
«Ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστείς», παροτρύνει τον άντρα δίπλα της. Εκείνος βγάζει τα παπούτσια του κι αράζει στο κρεβάτι της εύκολα κι απλά, συνηθισμένος στη γλυκιά της φιλοξενία. Σε λίγο τον έχει πάρει ο ύπνος. Είναι κι εκείνη πολύ κουρασμένη, ετοιμάζεται να πλαγιάσει δίπλα του, όταν χτυπά το τηλέφωνό της. Είναι η μητέρα της από το διπλανό δωμάτιο.
«Έλα, όλα καλά; Θες βοήθεια μήπως;»
«Όλα μια χαρά, μην ανησυχείς! Ήταν κουρασμένος κι έπεσε να κοιμηθεί λίγο…»
«… Τι; Μα καλά, εσύ δε θα τον χώριζες;»
«Ας κοιμηθεί τώρα λίγο, και θα τον χωρίσω μετά!»
«Καλά, παιδάκι μου, πας καλά;»
«Μην ανησυχείς…»
Τραβά ένα παραβάν που χωρίζει το υπνοδωματιάκι της στα δύο και απομονώνει τον εαυτό της και τον ωραίο κοιμώμενο δίπλα της. Σε λίγο τους έχει πάρει και τους δυο ένας ύπνος ιδιαίτερα ελαφρύς κι ευχάριστος.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-11-2016 | |