Η επιλογή Δημιουργός: Μαυροδάφνη Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Τελικά μάλλον δεν πεθαίνει από καρκίνο.
Συνήλθε από τον επίμονο πυρετό (σήμερα κατάπιε το τελευταίο χαπάκι της αντιβίωσης), αν και ακόμα χρειάζεται αρκετούτσικες ώρες ύπνου, κουράζεται περισσότερο με τα πέρα-δώθε και τα ρούχα της κρέμονται πάνω στο αδυνατισμένο σώμα της σαν άδεια σακιά.
Αλλά μάλλον δεν πεθαίνει από καρκίνο – όπως και να ‘χει, το τεστ Παπ δεν είναι και τελείως καθησυχαστικό και πρέπει ν’ ακολουθήσουν και βιοψίες, τις οποίες θα ξεκινήσει την επόμενη εβδομάδα.
Και τι θα κάνει τώρα που δεν πεθαίνει;
Θα συνεχίσει σαφώς τη ζωή της, δίνοντάς της μεγαλύτερη αξία, σημασία και προσοχή.
Είδε τον ψυχαναλυτή της με τα μελαγχολικά μάτια έπειτα από δυο βδομάδες – το προηγούμενο ραντεβού τους το έχασαν λόγω της ασθένειάς της. Η ψυχανάλυση είναι ίσως η μόνη πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό της – δεν αγοράζει ούτε ρούχα πια ούτε λοιπά αξεσουάρ, όσον αφορά το φαγητό… το ολοένα και πιο μειωμένο βάρος της τα λέει όλα. Χείμαρρος βγήκαν σήμερα τα λόγια από μέσα της, παρόλο που ο ακροατής της έμοιαζε σχεδόν αφηρημένος ή ίσως κι απογοητευμένος, επειδή απ’ όλη αυτή τη φλυαρία δε μπορούσε να γραπώσει μια λευκόχρυση κλωστούλα, που να συνδέεται κάπως με τον κρυμμένο θησαυρό του ασυνείδητου της νεαρής πελάτισσάς του. Ομοίως κι εκείνη, στο τέλος της συνεδρίας είχε μια αόριστη αίσθηση του ανικανοποίητου, διότι δεν πρόφτασε να εκφράσει όλα όσα θα ήθελε.
Η αρρώστια και ο φόβος του θανάτου έφεραν μέσα της τα πάνω-κάτω, είναι γεγονός, λες κι η ψυχή της δεν ήταν ήδη αρκετά αναστατωμένη. Θα τερμάτιζε την επώδυνη και δύσκολη σχέση της. Θα ταξίδευε στη Γερμανία για να γευτεί λίγο ακόμα εκείνον τον αλησμόνητο έρωτα–χαμμένο Παράδεισο, χωρίς πλέον επικίνδυνες προσδοκίες και αυταπάτες. Κι έπειτα, ήρεμη, χορτασμένη και γαλήνια, θα εστίαζε στον εαυτό της και στη θεμελίωση της ζωής της όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι, όπως θα της ταίριαζε – επιτέλους! Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι.
Ο εν λόγω μεγάλος της έρωτας, που περίμενε την επίσκεψή της με αδημονία, αποδείχτηκε παράλληλα πλήρως απορροφημένος με τη συλλογή εφήμερων σχέσεων και λοιπών περιπετειών. Εκείνη το ανακάλυψε, να ‘ναι καλά το διαδίκτυο, όπως επίσης παλιότερα είχε ανακαλύψει και τους λόγους για τους οποίους ο συγκεκριμμένος νεαρός άντρας καταπιανόταν τόσο εντατικά με την ερωτική του αυτοεπιβεβαίωση, κι ακόμα πιο πολύ κάθε φορά που εκείνη του ανήγγειλε ότι η σκέψη της βρισκόταν ακόμα μαζί του. «Φρόντισε την αυτοεικόνα σου, την ‘κορνίζα’ σου! Ασχολείσου με ‘εναλλακτικές’ φιλενάδες! Μη βάζεις καμία γυναίκα πάνω σε βάθρο!». Σ’ αυτές τις προτάσεις συνοψίζονταν οι απόψεις του κι οι συμβουλές του σε άλλους άντρες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν αισθηματικά προβλήματα. Και πάλι χάρη στο διαδίκτυο, εκείνη είχε φρόντισει να πληροφορηθεί σχετικά με τις συμβουλές αυτές και με τις συνακόλουθες, σκληρές μεθόδους που ο ίδιος εφάρμοζε στις συναναστροφές του με το έτερο φύλο και που συνιστούσε και στους άλλους. Η κοπέλα το ‘βρισκε αυτό σ’ ένα πρώτο επίπεδο λυπηρό και σ’ ένα δεύτερο μάλλον επικίνδυνο για τη δική της ψυχική ευημερία. Εκείνο το ονειρεμένο ταξίδι… έπρεπε λοιπόν σαφώς να το ξανασκεφτεί.
Δε σήμαινε κάτι που εκείνη τον είχε δει, που τον είχε ξεκρίνει πίσω απ’ όλες του τις αδυσώπητες άμυνες… Τι κι αν τα μάτια του τη στιγμή που πλήγωνε έκαιγαν απ’ τον δικό του βαθύ πόνο σαν πυρωμένα κάρβουνα… το χέρι του όταν κρατούσε το μαχαίρι ήταν απολύτως σταθερό. Οι άνθρωποι που τρέφουν κρυφό, αβυσσαλέο μίσος για τον εαυτό τους είναι πάντα μα πάντα επικίνδυνοι. Προκαλούν θλίψη στους ενσυναισθητικούς, όπως η κοπέλα της ιστορίας μας, γιατί εκείνοι μπορούν να νιώσουν την οδύνη που τους κατατρύχει στα μύχια της ψυχής τους και που εξηγεί την τάση τους να φέρονται τόσο απάνθρωπα. Η οδύνη όμως αυτή παραείναι μεγάλη για να καταλαγιάσει με αγάπη. Δυστυχώς, το μόνο που μοιάζει κάπως να την ξεδιψά είναι η καταστροφή. Οι άνθρωποι που μισούν τον εαυτό τους καταστρέφουν γιατί έτσι αισθάνονται ισχυροί, κι η ισχύς αυτή αποτελεί το μόνο φανερό, ρυπαρό μονοπάτι που πιστεύουν ότι τους οδηγεί σε μια κάποια καταξίωση. Πληγώνουν, οπότε είναι δυνατοί, οπότε είναι σπουδαίοι, οπότε κάτι αξίζουν κι αυτοί. Θα πει στην κοπέλα αφότου κλείσει το εισιτήριό της διαθέτοντας το ένα πέμπτο της συνολικής της περιουσίας ότι τελικά δε μπορεί να τη φιλοξενήσει… Ή, ακόμα χειρότερα, θα την κάνει να ταξιδέψει ως τα μέρη του γεμάτη γλυκές ελπίδες, κι έπειτα αυτός θ’ απολαύσει το θέαμα ακόμα μιας φοβερής συντριβής της, καθώς θα της συστήνει τη νέα, εντυπωσιακή του κατάκτηση. Ε, λοιπόν, όχι, καλέ μου. Αυτό δε γίνεται να το ρισκάρει. Όχι, όχι και πάλι όχι.
Δεν τα λέει αυτά στον κύριο ψυχαναλυτή – κι εκείνος προσπαθεί να ανασκαλέψει τους λόγους που η αποτυχημένη αυτή σχέση έχει αφήσει τόσο έντονο το σημάδι της πάνω στην πελάτισσά του. «Ήξερε πώς να με φροντίσει», ομολογεί εκείνη – και ξάφνου, όλη η άθλια συμπεριφορά του σκληρόκαρδου νέου προς το τέλος τους και πέραν αυτού μοιάζει να ωχριά μπρος στη λάμψη και στη ζεστασιά με την οποία την είχε πλημμυρίσει στην παραδεισένια αρχή τους. «Βρήκες λοιπόν σ’ αυτόν τον άνθρωπο κάτι κοινό με τον εαυτό σου», αποφαίνεται ο επιστήμονας∙ και μεμιάς λύνεται το αίνιγμα του μεγάλου έρωτα που δε λέει να ξεχαστεί. Δυο άνθρωποι με την ακράτητη τάση να προσφέρουν φροντίδα και παράλληλα να νιώσουν αποδεκτοί έτυχε να συναντηθούν ένα όμορφο, ανοιξιάτικο μεσημέρι κι αυτό ήταν. Δεν τον ξεχνά πια – κι ούτε κι εκείνος μπορεί να την ξεχάσει, όσες κυνικές θεωρίες κι αν σωριάσει πάνω στο κραυγαλέο του αίσθημα, όσες «εναλλακτικές» κι αν πετάξει πάνω στη γλυκιά και τόσο επώδυνή της ανάμνηση. Δε μπορεί να την ξεχάσει, μα ούτε και να τη διεκδικήσει, ούτε και να την κρατήσει στα χέρια του τρυφερά και σταθερά, χωρίς να μπει στον πειρασμό να την κάνει κομματάκια, κι έπειτα να την ξαποστείλει θρυμματισμένη όσο πιο μακριά του γίνεται, σε έναν γαλαξία μακρινό και απροσπέλαστο, όπου δε θα μπορεί να του θυμίζει πια τη βαριά του, αβάσταχτη ανεπάρκεια.
Κι έτσι το όνειρο σβήνει και χάνεται. Η κοπέλα το ξέρει πια, και προσπαθεί να εξοικειώσει τα πέλματά της με την άβολη και ανώμαλη επιφάνεια της πραγματικότητας. Δεν εξαρτώνται τα πάντα από κείνη, και πρέπει να μάθει επιτέλους να συνδιαλέγεται με τους ανθρώπους όχι βασισμένη σ’ αυτά που υπό ιδανικές συνθήκες θα μπορούσαν να της προσφέρουν, αλλά σ’ αυτά που για την ώρα όντως της προσφέρουν. Υπάρχει κι εκείνος ο άλλος έρωτας, ο ακόμα παρών, ο τόσο ατελής και μολαταύτα τόσο επίμονος. Την επισκέπτεται, κι εκείνη του αραδιάζει με πάσα λογική συνέπεια όλους τους λόγους για τους οποίους δεν ταιριάζουν, για τους οποίους θα ‘πρεπε να διακόψουν τη σχέση τους. Ομολογεί πόσο πολύ της κακοφαίνεται η αυταρέσκειά του, ο αέρας της αλαζονείας και της υπεροψίας που έφερε στο χώρο της από την πρώτη μέρα κιόλας του ερωτικού τους μπλεξίματος, αυτός ο ανυπόφορος εγωκεντρισμός του… Του μιλά ήρεμα και με επιχειρήματα, του υπογραμμίζει ακόμα τη φροντίδα που χρειάζεται κι εκείνη και που ο ίδιος ουδέποτε μπήκε στον κόπο να της παρέχει… Την ακούει προσεχτικά, ή μάλλον όχι και τόσο προσεχτικά, ή μήπως είναι που δεν την καταλαβαίνει; - τελοσπάντων, την περιμένει υπομονετικά να τελειώσει για να της θέσει το ερώτημα που είχε προετοιμάσει απεξαρχής: «Εντάξει, έχεις δίκιο σε όλα, σου ζητώ συγγνώμη… τι μπορούμε να κάνουμε όμως από δω και πέρα; Ποια λύση υπάρχει;».
Την αγαπάει ακόμα, λέει. Και θέλει να διορθώσει όλα όσα την έχουν πονέσει. (Ποια; Πώς; Στην πραγματικότητα, δεν έχει ιδέα). Εκείνη έχει καταλάβει τη βαθιά του άγνοια, μα οι ελιγμοί της είναι όλο και πιο αδύναμοι, αυτό το αγόρι, ό,τι ελαττώματα κι αν έχει, δεν την εγκατελείπει, είναι εκεί, δίπλα της, της κρατά το χέρι και θέλει να προσπαθήσει, ακόμα κι αν δεν ξέρει πώς να το κάνει. Τον στριμώχνει όσο γίνεται, πασχίζει να τον αναγκάσει να δει μέσα της, όμως είναι δύσκολο, εκείνος δεν είναι σαν τον άλλον, την άσπονδη αδερφή-ψυχή της, εκείνον που καταβάθως τους ένωνε μια ψυχική ομοιότητα τόσο κοινή και τόσο απίστευτα δυνατή. Εκείνος είναι το άκρως αντίθετό της (τους;), παραχαϊδεμένος από τους ανθρώπους λόγω της αναμφισβήτητης γοητείας του, κι ως εκ τούτου υπερπλήρης με αυτοπεποίθηση κι απολύτως συνηθισμένος στο να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Όμως, ως φαίνεται κάτι μέσα του του ψιθυρίζει ότι η αγάπη είναι πιο σημαντική από το θαυμασμό του κόσμου, κι αυτό ίσως είναι που τον κρατά κολλημένο ακόμα στο πλάι αυτής της ανασφαλούς, πονεμένης κοπέλας που τον κοιτάζει όλο παράπονο και δυσπιστία. «Ίσως έχεις δίκιο, ίσως δεν ξέρω πως ν’ αγαπάω… Θα μου μάθεις;».
Στο τέλος νικά την απροθυμία της ζητώντας μονάχα μια βδομάδα ακόμα για να κάνει μόνος του ό,τι μπορεί. Για να της δείξει ότι θ’ αλλάξουν τα πράγματα μεταξύ τους, ότι έχει την ικανότητα να την κάνει ευτυχισμένη. Είναι μάλλον μια αφελής λύση, αλλά γίνονται και θαύματα καμιά φορά, έτσι δεν είναι; Η κοπέλα κλαδεύει μες στο μυαλό της τα δέντρα του «τώρα» και του «γενικά», τ’ απογυμνώνει από τις συναισθηματικές περικοκλάδες που δεν ωφελούν τελικά σε τίποτε. Ένας άντρας πέρα μακριά, που την έχει εδώ και καιρό καταργήσει μέσα του και αφιερώνει όλη του την ενέργεια σε νέες κατακτήσεις, κι ένας άλλος άντρας που είναι ακόμα δίπλα της, που θέλει να μάθει την αγαπά και τη διεκδικεί παρά τις δυσκολίες.
Δεν ήταν και τόσο δύσκολη η επιλογή, τελικά.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-11-2016 | |