Οι γέροντες---------

Δημιουργός: Νέτα-σκέτα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάθομαι στο καφενείο του χωριού.
Στο διπλανό τραπέζι,κάποιοι γέροι παίζουν τα κομπολόγια τους
και συζητούν.
Οι λέξεις βγαίνουν δύσκολα από το στόμα τους,
σαν τις σταγόνες απ΄ τις βρύσες που στάζουν.
Τα πρόσωπά τους χαρακωμένα από τον μόχθο, τον ήλιο και τον αέρα.
Πίνουν το καφεδάκι τους αργά- αργά, σαν να μεταλαμβάνουν.
Τα μάτια τους σαν τα σβημένα λυχνάρια στα κοιμητήρια.
Χωρίς φως και ελπίδα.
Η κλεψύδρα της ζωής τους σιγά-σιγά αδειάζει.
Στωικά περιμένουν το τέλος.
Εζησαν στο πετσί τους, μπόρες και καταιγίδες.
Καιρούς σκοτεινούς που οι λύκοι ούρλιαζαν
και οι ψυχές αλυχτούσαν από τον φόβο.
Δύσκολα χρόνια,
Πως να γλυκάνει το πρόσωπό τους.
Οι κουβέντες τους ακόμα και τώρα μετρημένες.
Λες και κρύβονται , φοβούνται μη ροβολήσουν και τους προδώσουν,
Οι βροντές του μίσους, ακόμα ηχούνε στα αυτιά τους.
Οι εφιάλτες δεν σβήνουν εύκολα.
Τους κουβαλούν οι σκέψεις, όπως τα σύννεφα κουβαλούν
την βροχή και το χαλάζι.
Οι φλόγες τρίζουν στην σόμπα, έξω άρχισε να ρίχνει χιονόνερο.
Χειμώνας και σιγά, σιγά ,αισθάνεσαι πως οι άγριες και κακοτράχαλες ψυχές τους,
στην θαλπωρή του μικρού καφενείου άρχισαν να γαληνεύουν.
Η ματιά τους , κάτω από τα ανασηκωμένα και γεμάτα καχυποψία φρύδια τους,
σαν να ημέρεψε λίγο.Τα λόγια τους σαν να γλύκαναν.
Πέλαγα οι ζωές αυτών των ανθρώπων.Είδαν και έζησαν πολλά.
Πολλές τρικυμίες απείλησαν να τους αφανίσουν.Αυτές σφυρηλάτησαν
το σώμα και την ψυχή τους και σκάλισε τα πρόσωπά τους,
όπως τα κύματα τους βράχους στα ερημονήσια.


ΠΟΥΛΙ ΤΗς ΕΡΗΜΙΑΣ

Είμαι πουλί της μοναξιάς, μέσα στον κόσμ' αγριεύω
ψάχνω να βρω μια μια ερημιά, για να σκαλίσω μια φωλιά.
Όταν κουράζετ' η ψυχή από του κόσμου την βοή
εκεί να δραπετεύω.

Μόνο στην άπλα τ' ουρανού
βρίσκω τον εαυτό μου,
όταν ακούω τον βοριά
κι όχι το κινητό μου
κι ο χρόνος έχει πάψει πια,
να ΄ναι τ' αφεντικό μου

Είμαι πουλί της ερημιάς, μοναχικό γεράκι,
μέσα στον κόσμο ασφυχτιώ, δεν έχει άπλα να πετώ
και κουτουλώ εδώ κι εκεί,ψάχνοντας νάβρω διαφυγή
κάποιο παραθυράκι

ΜΑΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΓΙΚΗ
Γέμισαν τα μάτια μου με θάλασσα,
γέμισε το είναι μου ,άγια σιωπή.
χόρτασε η όσφρηση αρώματα
απ' την ξερή μα βλογημένη γη


Μάνη μου πατρίδα της ψυχής
με την καρδιά μου μόνο εσύ συνομιλείς.
Μάνη μου πατρίδα μαγική
τ΄αγέρα θυμαρίσια αναπνοή,
τα χώματά σου όταν πατώ.
με τον θεό συνομιλώ

Γέμισαν τα μάτια ηλιοβασίλεμα,
γέμισ΄η ψυχή μου μάγια κι ομορφιά,
μέσα σ΄ αυτό της φύσης το γαλήνεμα
κάνει φτερά ο νους και η καρδιά

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-11-2016