Επί ασπαλάθων

Δημιουργός: AGGE, Άγγελος

Έγραψα ό,τι θα μπορούσε να αισθανθεί ο ίδιος ο Αρδιαίος, και τι ακριβώς θα μπορούσε να είχε περάσει και που κατέλειξε.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Επάνω στο βουνό,
λουλούδια που μυρίζουν
και από μακριά,
οι ασπάλαθοι γυρίζουν.

Κοίτα εκείνα τα φυτά,
με τα αγκάθια τα πολλά,
γεμίζω δέος σαν τα βλέπω,
γιατί θυμάμαι τα παλιά.

Ελπίδα σωτηρίας με γεμίζει,
ένας πόθος για ζωή
κι ας ξέρω τι με περιμένει,
τα ίδια πάλι ζω απ' την αρχή.

Ο Αρδιαίος είμαι εγώ,
τύραννος με αξία,
πελάγη, πόλεις κατακτώ
κι ανθρώπους βασανίζω.

Όχι, τώρα μετάνιωσα,
δεν είμαι πλέον έτσι,
μα απ' τα εγκλήματα αυτά,
παλτό μου έχουν πλέξει.

Με έδεσαν με μαστίγωσαν,
μου έγδαραν το τομάρι
κι εγώ αφού κατάλαβα,
ευχαριστούσα πάλι.

Μ' έσυραν στους ασπάλαθους,
με τρύπαγαν τ' αγκάθια,
το αίμα κύλαγε αργά
και δάκρυα απ' τα μάτια.

Θυμάμαι ακόμα την στιγμή,
που ήμουν σκοτωμένος,
από ανθρώπους και Θεούς,
ήμουν τιμωρημένος.

Στον ʼδη την πόρτα την χτυπούσα,
ήθελα να μπω, πονούσα,
μα δεν μου άνοιξαν αμέσως,
και ο βαρκάρης ζήτησε 2000 δραχμά.

Η ψυχή μου ποτέ δεν πέρασε,
στην πλευρά την άλλη,
εκεί ψηλά παρέμεινα,
κοιτούσα το σάπιο μου κουφάρι.

Επί ασπαλάθων ήμουνα,
νεκρός και πονεμένος,
για όσα έκανα μετάνιωσα,
μα οι Θεοί ούτε καταλαβαίνουν.

Σε χιόνι, σε κρύο, σε βροχή,
ζητώ απ' τον βαρκάρη,
να με πετάξει απέναντι,
εμέ τον φουκαριάρη.

Μα το σκυλί με τα τρία κεφάλια,
με άρπαξε με δάγκωσε, με έκοψε στα τρία,
το σώμα μου το πέταξε πάλι μακριά,
κοντά στους ασπαλάθους...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-06-2006