Στα πεζοδρόμια, στα κουτιά

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Ευχαριστώ καλοί μου φίλοι, είμαι του θανατά έπεσα στο θανατηφόρο μολύβι του Λύρα....ψάχνω να βρώ που στο καλό είναι το καλάμι , που ισχυρίζεται, κρίμα και του έχω δώσει πολλές φορές άφεση, μα δεν είμαι και Θεός, αν τον βρίσω στα σοβαρά θα τρέχει να κρυφτε

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σαν πέσει η νύχτα, τα πουλιά, τραβάνε στη φωλιά τους
τ` άστρα μας φωτίζουνε με τη φεγγοβολιά τους

Η κουκουβάγια, θα σταθεί ψηλά, στα κεραμίδια
φόβο, σ` ανθρώπους θα σκορπά κι οι γρύλοι με παιχνίδια

Ογκιώνης πάνω στη σκεπή, κανείσ μας, δεν τον βλέπει
και το φεγγάρι, εκεί ψηλά χρυσές κλωστές μας πλέκει

Οι δουλευτάδες απ` τη γη, μαζευονται στο σπίτι
μιά ολόγλυκη αγκαλιά, έχει κάθε σπουργίτι

Σαν πέσει η νύχτα, πέφτουνε, σκιές, στούς άδειους δρόμους
κι ανθρώποι μόνοι και σκυφτοί, χαμένοι σε διαδρόμους

Η πολιτεία θα φορά, τα γιορτινά της φώτα
τα ζευγαράκια, αγκαλιά, ζωής, όμορφη νότα

Στα πεζοδρόμια, στα κουτιά, έρμες κάτι ψυχές
που κι ο Θεός, τις ξέχασε, υπάρχουν, μοναχές

Στις σκοτεινές γωνιές θα δείς, κάτι παιδιά
με άδεια μάτια, να ζητούν, δόση, για τη βραδιά

Κορίτσια, όλων των φυλών, δυστυχισμένα πλάσματα
τον έρωτα, της μιάς στιγμής, προσφέρουν, μ` ανταλάγματα

Σπασμένα, καρυδότσουφλα, που μάνα τα εγένα
αγρίμια, μές στα σκοτεινά, είν κοινωνιας γεννα

Ολοι, οι νοικοκύρηδες, τραβάνε για το σπίτι
τα τρελά, της γής πουλιά, μήτε αγκαλιά, μήτε σκήτη

Τ` αλλιώτικα, κείνα παιδιά, ψάχνουν, λίγη αγάπη
εκείνα, που τα δείχνουνε, λες και τους λείπει κάτι

Είναι και αγόρια, που πουλούν, το σώμα για λεφτά
της μέρας ευυπόληπτοι, πληρώνουνε για αυτά

Η νύχτα, πέπλο βάζει, κρύβει τις πληγές
κι ο πόνος δεν ακούγεται, πνίγονται οι κραυγές

Μα, έχει ζωγραφιά, τα ομορφά μας, νιάτα
γελώντας, πάνε για ρακές και μοιάζουνε, με άστρα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-12-2016