Μαύρο που ποτέ δεν έγινε μενεξεδή

Δημιουργός: MARGARITA

Καλημέρα χελιδόνια.....στην Μπρουχίτα αφιερωμένο...μια αληθινή ιστορία

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μαύρο που δεν έγινε μενεξεδή

Πρώτη χρονιά στο πανεπιστήμιο γνώρισε τον Λεονάρδο.
Ήταν φοιτητής στη Νομική. Είχε μια άσχημη ομορφιά.
Παθιάστηκε αμέσως. Αυτός της έμαθε να ακούει
τη φωτιά του κορμιού της. Αυτός εξερεύνησε το κορμί της
σαν να ήταν καινούργια πατρίδα την κάθε γωνιά του.
Στα χέρια του ξεδίψαγε η δίψα της. Δεν της έφθανε.
Το πνεύμα δεν ήταν ερωτευμένο. Προσπάθησε να δώσει
μια ανάσα στο θάνατο της σχέσης, μην και κάτι έκρυβε η ψυχή.
Ήταν 4 Φλεβάρη του 67. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ από εκείνα
που την ξετρέλαιναν. Του είπε πως ήθελε να χωρίσουν
γιατί δεν τον αγαπούσε και ο πόθος δεν της έφθανε.
Ήταν η πρώτη φορά που μέσα στους έξι μήνες που ήταν μαζί
εκείνος είπε πως την αγαπούσε. Η ματιά του ήταν ανήσυχα
γαλήνια. Ίχνος δεν υπήρχε θυμός. Τα λόγια του όμως έκρυβαν οργή.
Είπε πως ποτέ δεν θα αγαπούσε γιατί δεν είχε καρδιά.
Ήταν άκαρδη. Και θα πονούσε τους ανθρώπους στη ζωή
όπως πονούσε εκείνον.
Θα μείνω κοντά σου μέχρι να πάψεις να πονάς. Θα μείνω πλάι σου
μέχρι να πεις πως δεν με θέλεις. Αρνήθηκε. Ανέβηκε στη μηχανή του
και έφυγε. Η άλλη μέρα ξημέρωσε γεμάτη μελαγχολία.
Πήγε στο Πανεπιστήμιο και άκουσε το κακό μαντάτο.
Ο Λεονάρδος είχε σκοτωθεί το ξημέρωμα σε μια πτήση τρέλας
στα λιμανάκια της Βάρκιζας. Οι εικόνες θόλωσαν και λιποθύμησε.
Συμφοιτητές της την μετέφεραν σε μια κλινική στην οδό Ακαδημίας.
Ο γιατρός διέγνωσε εγκυμοσύνη. Ήταν 6 εβδομάδων.
Πήρε την μηχανή της και έκανε την ίδια διαδρομή. Ήθελε να φωνάξει.
Να ουρλιάξει. Να της δώσει απαντήσεις εκείνος από ψηλά. Γιατί;
Δεν είχε ενοχές. Δεν ήθελε παιδί. Ήταν μόνη. Ήθελε μόνο απάντηση. Γιατί;
Έκανε την έκτρωση μία μέρα μετά την κηδεία του. Οι φίλοι ήταν πλάι της.
Κανείς δεν ήξερε για τον χωρισμό. Κανείς δεν ήξερε για την εγκυμοσύνη
εκτός από την νόνα της.. Δεν έκλαιγε.
Ο πόνος ήταν τόσο βαθύς που δεν είχε δάκρυα. Ένας άνθρωπος είχε χαθεί.
Κοίταξε τον ουρανό και ψιθύρισε. Πλάστη την όψη μου ξέρεις,
τον νου δεν έκρυψα, την ψυχή μου φανέρωσα, τους ιερούς πόθους
και τα αδάμαστα πάθη μου γνωρίζεις. Πες μου εσύ γιατί;
Εσύ που έχεις τα μάτια ανοιχτά, μ ακούς, μην κάνεις
πως δεν με βλέπεις. Εσύ που ξέρεις πως κακό να κάνω δεν μπορώ.
Οι ικεσίες της ακούστηκαν. Πέντε μέρες μετά ήρθε ένα φάκελος
με λίγες λέξεις μέσα. Όλεθρος. Συντρίμμια.
«Για να μην με ξεχάσεις ποτέ. Για να μάθεις τι θα πει πόνος».
Χάθηκε. Στα δεκαεννιά της έμαθε πως το μαύρο δεν θα γινόταν ποτέ μενεξεδή.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-06-2006