Το σπαθί

Δημιουργός: ροβολος, Γιώργος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καλόγερος απ' τον Προυσό μας έφερε μαντάτο.
Ήρθε, θυμάμαι, κόνεψε εκειδά στο Μοναστήρι.
Είπε ο Δεσπότης του Μυστρά αρμάτωσε φουσάτο
και πέρασε στη Ρούμελη, στο Γαλαξίδι εστάθη.
Σεφέρι είναι για να γενεί, το σπόρο πάει να σπείρει
τους αντρειωμένους με καρδιά μαζώνει από κει κάτω.
Αναθαρρέψαν τα χωριά, λες κι έχουν πανηγύρι.
Ένας τροχάει τον πέλεκυ κι άλλος τροχάει τη σπάθη.

Στα Αμπέλια εδώ στην εκκλησιά σιμά κείται ένας λάκκος
σκαμμένος απ' τον πάππο μου, με τ' όνομα Τορνίκη.
Ήτανε λεβεντόγερος, ψηλός, τραχύς, σαν δράκος
και πούθε είχε έρθει στο χωριό, κανείς δεν είχε μάθει.
Χωμένο εκεί είχε ένα σπαθί, μαλαματένια η θήκη.
Μου το ΄χε ξεμυστηριευτεί, μην τα 'βρει τσοπανάκος
που δεν νογά και τα κρατεί για παίγνιο, για βρετίκι.
Στο λάκκο απάνω φύτεψε τριανταφυλλιά μ' αγκάθι.

Μου μαρτυρούσε το σπαθί πως είχε χαραγμένα
έναν αητό δικέφαλο κι έναν σταυρό απ' την άλλη.
Καρτέρα και θα το φορείς, θα 'ρθει η ώρα σου και σένα
Ρωμαίγοι είμαστε, μου 'λεγε, η γενιά μας δεν εχάθη.
Κι αν μίκρυνεν η δόξα μας, τρανή θα γένει πάλι.
Λεφούσια απ' την Ανατολή κι από τη Δύση, ξένα
σφάζουν, λυσσάν, αλλά δε σβήνει η θράκα απ' το μαγκάλι.
Καινούριοι ανθοί βλασταίνουνε μέσα απ' της γης τα βάθη.

Τέτοιες ορμήνιες μου 'δινε και το σπαθί ξεθάφτη.
Κάλεσα και τον Κοντινό, Ζερβιλιανό, Τσοράκη
όλα τ' ασλάνια του βουνού, ποιος να μας κάνει ζάφτι.
Νιάτα μ΄ονείρατα πολλά, που το μυαλό μας πλάθει.
Τον τόπο λευτερώσαμε, τι το 'χαμε σαράκι.
Μα μαύρη μέρα φτάνει που του καραβιού έναν ναύτη
επάρθη η Πόλη, ακούω να λέει, Τούρκοι έστησαν μπαϊράκι
κι ο Δέσποτας ετέλεψε με του Χριστού τα Πάθη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-02-2017