Συνειρμός ασθενείας

Δημιουργός: houlia

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αυτοσαρκάζομαι την πρώτη ασθένεια στο κλίτος.
Στην κοίτη του νερού τρία πρόβατα βελάζουν γοερά.
Αντίλαλο στη μόνη αμετάκλητη αδυναμία, στο θάνατο.
Χρήζουν αγάπης και αυτά αλλά υπομένουν καρμικά.

Στα μάτια της πληγώθηκε ένα δάκρυ.
Πριν ψιθυρίσει το «μαμά», «μανούλα» που ξέφυγε από καιρό.
Ποιος ξέρει στην ατροπία μας ποιος το'χει εγγράψει.

Στη φύση που πονάει απ'το να μάτι, γιατί το άλλο είν' του Παραδείσου.
Ανήκουστο βέβαια στους θνητούς της κλώνους.
Αυτούς που την άφησαν λουόμενη και δεν της πήραν μάτι.
Οι ανόητοι!
Πώς ούτε δωρεά δε μπόρεσαν ν'αδράξουν μια υποψία.
Πριν καταρρακωθεί στα κίβδηλα τους μάτια.

Ανόητοι, πώς πάτε προς το θάνατο τον κλέφτη;
Να τον ακούσετε ιερά, όπως σας πρέπει.

Ελεύθερη των ουρανών φαρέτρα. Παραδομένη των όπλων ιαχή.
ʼναρθρα, δυνατά στενάζω, τα πιο γλυκά, τα πιο μελένια.
Από τα λόγια της αγάπης, αυτής της ακατάσχετης στοργής.
Της μούσας των θνητών της χώρας.

Απέταλα τα περιστέρια του Θεού ξαναγυρίζουν άπραγα
Αφού δεν βρήκαν πουθενά ουρανό να σεργιανίσουν.
Ήρθαν ξανά με εγγύηση να υπνώσουν.

Είναι πολλά, καρδούλα μου τα βλέπεις;
Απίστευτο!
Τα περιστέρια των εσχάτων…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-06-2006