Χάδι....καλή μου μάνα

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Καλή εβδομάδα σε όλους, σας ευχαριστώ ολόψυχα, σήμερα γράφω διαφορετικά, σίγουρα είμαι σύνθετος άνθρωπος και δεν αλλάζω... ουτε τα έπιπλα απ` τη θέση τους, ας αλλάζω τουλάχιστον γραφή. Τ` αποψινό απ` τη ψυχή μου.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Όταν ερχότανε η αυγή, μες τις δροσοσταλίδες
μ` έπαιρνες μια σταλιά παιδί, δεν είχες, μάνα ελπίδες

Δέκα ελιες, είχαμε βιός, εκεί δίπλα στο ποτάμι
ήτανε μάνα μου μακριά κι ήσουν ξερό καλάμι

Κείνες, τις χαραυγές, ο ήλιος σε κοιτούσε
΄ησουν γίγαντας σωστός, ποτέ, που δε μιλούσε

Φόρτωνες τα βαριά σακιά, σαν άντρες, δέκα αντάμα
κι ούτε που μίλησες ποτέ, για το δικό σου δράμα

Πέντε, ΄ήταν τα στόματα, που είχες για να θρέψεις
και τη δική σου ερημια΄, έπρεπε να αντέξεις

Μαύρη φιγούρα η νιότη σου, και μαύρο το φακιόλι
πέσανε σαν ύαινες, άνθρωποι!!! λέγαν όλοι

Δε μιλούσες άμοιρη...δεν είχες που να κλάψεις
γιατί είχες μια κληρονομιά, κούτσικα, να κοιτάξεις

Δεν άναβες μάνα κεριά κι ούτε σταυροκοπιόσουν
μα το καημό του αλλουνού, πάντα τον μοιραζόσουν

Στου καθενός τα χώματα, πέταξες τη ζωή σου
ήσουν νιά και όμορφη, που δίνες τη ψυχή σου

Θυμάμαι....μάνα, δεν ξεχνώ, ήμουν το στερνοπαίδι
ένα αητό, περήφανο, ζωή...να τη παλεύει

Στο δρόμο μας για τις ελιές, τη πάχνη, δε ξεχνάω
κι αν σου γράφω, συχνά, θέλω να σε τιμάω

Μιά κονσερβούλα, άνοιγες, τρώγαμε..στη γής
ψωμί, πέντε, δέκα ελιές, το νάμα ήσουν πηγής

Μεγάλωνα και σ` έψαχνα, μα εσύ στο μεροκάματο
κι είχα πληγή, βαθιά πληγή και δε φοβάμαι θάνατο

Την αγκαλιά σου έψαχνα, μάνα μου, χίλια χρόνια
μα μια ζωή με αγαπούν κι είν τα μαλλιά μου χιόνια

Οι θύμησες...οι θύμησες...σε φέρνουνε κοντά μου
γιατί σε εστερήθηκα σε χρόνια τρυφερά μου

Ήθελα να` μαι άρρωστη, που μ` έπαιρνες στο στρώμα
τη ζεστασιά δε ξέχασα και τη θυμάμαι ακόμα

Ξερό κλαρί, μες το βοριά, σ` έδερνε τ` αγιάζι
μον να` φτανε το φαί, στη φτώχεια, ποιός μοιράζει...

Οι άνθρωποι, σε βλάψανε, ποτέ δε το` πες φώς μου
μα το` νιωθα πολύ βαθιά, ήσουν, ο εαυτός μου

Τα κούτσικα σκορπίσανε....στη μεγάλη πολιτεία
έμεινα εγώ..να σε κοιτώ, μια στερημένη αγία

Απ` το καρβέλι το ψωμί, εδινες το μισό
εμέ, ψυχή, μου σφράγισες και το` κανα σκοπό

Τα λιοκαμένα χέρια σου, δε μ` είχανε χαιδέψει
πλήρωσα, πανάκριβα...μέχρι να` ρθει να φέξει

Καμιά φορά το σκέφτομαι, μα δεν έχω ξεχάσει
το χάδι, δίνω μια ζωή, τ` απωθημένο....πράξη

Σου στέλνω, γράμμα και γραφή, για να σ` ευχαριστήσω
γιατί αξίες μου` δωσες, στα χέρια να κρατήσω

Και δεν πειράζει ακριβή, που μου` λειψε το χάδι
εκεί πρός το παράδεισο, θα έρθω κάποιο βράδυ

Θα σου ειπώ....εχόρτασα....χάδι, καλή μου μάνα
μα πάρε με μιά αγκαλιά!!!!κι ας είμαι, χρόνια, μάνα!!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-03-2017