Τρία Λιοντάρια

Δημιουργός: kin, Γιωργος

Θα είναι χαρά μου να ακούσω τις απορίες σας.....Αρκεί να μην περιμένετε απαντήσεις...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το ίδιο όνειρο ξανά,
ήμουν εκεί στην παραλία μου,
Ναι παραλία, ναι
Μπορεί να ήταν έξη μέτρα όλα κι όλα,
μα ήταν η δική μου

Όχι δεν είχα χαρτιά,
δεν την είχα αγοράσει,
ούτε κληρονομιά,
ούτε σπίτι, πυλωτή, πάρκινγκ, πισίνα και λοιπά
Απλά ήταν δική μου.
Ζούσα εκεί.
ΖΟΥΣΑ

Δίχως τίποτα,
μονάχα μια βάρκα,
ένα μαχαίρι, ένα τηγάνι,
και δυο αρχαία εργαλεία.

Όλη μέρα εκεί,
μέσα στην θάλασσα,
τόσο που μπερδευόμουν.
Ποια είναι η θάλασσα και ποιος είμαι εγώ?

Και το βράδυ,
ένα καραβόπανο, πάνω στην βάρκα,
δεμένο και τεντωμένο,
κι ένα απλό, δροσερό σεντόνι.
Τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ' το κεφάλι,
από κάτω η βάρκα να με κουνά στον ρυθμό της θάλασσας,
κι από πάνω ολόλαμπρα αστέρια, σε ένα ολόμαυρο φόντο,
να σκύβουν και να βαφτίζουν τα όνειρα μου ένα ένα.
Κι ύστερα, να απλώνω τα χέρια,
και με τα ακροδάχτυλα να χαιδεύω την μάνα.

Κι εκείνη, σαν μάνα καλή,
να φέρνει στα μάτια μου μπροστά,
όλα τα όνειρα, κι ότι ζήτησα ποτές
Τα βλέπω να ξεπροβάλλουν απ το βάθος
να βγαίνουν αργά, μέσα απ την ομίχλη
και πάνω στην θάλασσα να περπατούν,

Τρία λιοντάρια ήταν,
τρία λιοντάρια, που σκότωσα κάποτε στην αφρική,
περπατούν πάνω στο νερό,
αργά, νωχελικά,
με το κεφάλι ελαφρά σκυφτό,
σαν να χάνονται στις σκέψεις.
Δεν διέκρινα θυμό,
ούτε την εκδίκηση στα μάτια
Δεν ήρθαν να ρωτήσουν το "γιατί"
Εκείνα ξέρουν.
Πόλεμος ήταν.

Ήρθαν τριγύρω μου και ξαπλώσαν στο νερό,
κάτι σαν να 'ταν γη,
σαν να 'ταν η μάνα τους, η σαβάνα.
Κάθισαν, ράθυμα, νωχελικά, όπως ήρθαν,
άνοιξαν διάπλατα τα στόματα, χασμουρήθηκαν,
με τις γλώσσες έξω μάζεψαν ποσότητες από πνιγηρό αέρα,
με τις ουρές του να κουνιούνται το ίδιο νωχελικά,
ταγμένες σε μια συνήθεια τόσο παλιά όσο κι η ζωή
Κι ύστερα στύλωσαν τα μάτια τους σε μένα.
Ήρθαν να δουν,
να δουν την συνέχεια, από την ζωή τους την χαμένη.
Να δουν που δώσαν την ζωή τους...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-06-2006