Μετέωρα Βήματα Δημιουργός: Καραμελομένος_Χιμπανζτής Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Μέτρησα σε βήματα την απόσταση από την Ζωή μέχρι τον Θάνατο.
Δίστασα στην αρχή, μα η ανθρώπινη ξεροκεφαλιά τ' αδύνατο προσπαθεί.
Ένα χρόνο σπατάλησα να σταθώ στα πόδια μου, με ζάλισε η Γη, σαν σβούρα στριφογυρνάει, δεν ησυχάζει. Έπεσα πολλές φορές πριν κερδίσω τη μάχη μας.
Ένα βήμα και άλλο βήμα, και άλλο μετά. Αργά, αργά με τη βοήθεια των δικών μου. Άραγε πως θα έκανα βήμα χωρίς αυτούς; "Περπάτα", θυμάμαι τη φωνή τους και μη σταματάς. Περπάτησα τόσο που απομακρύνθηκα από τις φτερούγες τους, κοίταξα πίσω μου μα έλειπαν και ένιωσα να επαναλαμβάνω το πρώτο μου βήμα, ήταν το ίδιο δύσκολο, το ίδιο ανήσυχα καμωμένο. Και άλλο βήμα και άλλο, μα ποιός ήταν ο προορισμός δεν ήξερα. Συναπάντημα με κάθε λογής ψυχή, άλλες από αυτές καθυστέρησαν τα βήματά μου, άλλες τα έκαναν πιο σίγουρα και ανάλαφρα, άλλες ευλογημένες τα "έσπρωξαν" μπροστά.
Μια τους με άγγιξε, με έκανε να πετάξω σαν χελιδόνι που πεταρίζει ερωτευμένο με τις μυρωδιές της Άνοιξης, αβέβαια και ονειρικά συνάμα, βάζοντας σε κίνδυνο τη σταθερή πορεία μου. Μα απότομα προσγειώθηκα κληρονομώντας γραντζουνιές, αρπακτικά πουλιά πεινασμένα για σάρκα ξέσκισαν το νεανικό μου σώμα. Τα χρόνια πέρασαν και γινήκαν τα βήματά μου πιο αργά, πιο βαριά, τάχα για να ξεγελάσω τον Θάνατο άρχισα να παρατηρώ περισσότερο τη διαδρομή από τον εαυτό μου, η διαδρομή πάντα ίδια παραμένει, μα ο διαβάτης γερνά. Απέστρεψα το βλέμμα μου από το πρόσωπό μου που μύριζε απώλεια και έψαξα την ομορφιά στη ζωή. Δημιούργησα ζωή σαν άλλος Θεός. Και τότε έσπρωξα με τη σειρά μου νέους διαβάτες προς τα μπρος, χωρίς να ξέρω για ποιον προορισμό. Σαν καράβια μοιάζουν οι ανθρώπινες ψυχές που πλέουν αρχιπέλαγα και ακολουθούν διστακτικά στον έναστρο ουρανό τους φάρους που αχνοφαίνονται στον θολό ορίζοντα. Απόκαμα, θέλω να ξαποστάσω.
Λίγα βήματα ακόμα, βασανιστικά. Μπροστά μου εμφανίστηκε μια κρεμαστή σκάλα από σχοινιά, την παρασέρνει ο αγέρας αριστερά δεξιά σαν παιχνίδι, σαν αυτές που υπάρχουν στα καράβια, ανεβαίνεις προσεκτικά πάνω τους και αγναντεύεις στον θολό ορίζοντα καλύτερα τη θέα, βλέπεις με καθαρότερο βλέμμα τους φάρους που αναβοσβήνουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία, έφτασε η Ώρα μου, το τέλος της διαδρομής.
Τάχα ξέρω που οδηγεί η παράταιρη σκάλα; Αγνοώ, μα ελπίζω, ελπίζω μέσα μου και προσεύχομαι να οδηγεί σε ένα καταπράσινο λιβάδι, όπου τα βήματα θα γίνουν τρέξιμο, ανέμελο και χαμογελαστό, όπως τότε που έτρεξα για πρώτη φορά, παιδί ακόμα, παρασέρνοντας τις παπαρούνες πρόωρα στη μέθη της Άνοιξης και της Ήβης, με τρόπο που άφθαρτος αισθάνθηκα.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-04-2017 | |