Δεν το βλέπεις το μαύρο μου ρούχο

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Καλό ξημέρωμα φίλοι μου, τούτο το γραπτό σήμερα το έγραψα με μια ανάσα, κυλούσε το μολυβάκι σαν νερό κι είχα μια θλίψη στη ψυχή μου. Δεν ξέρω εσείς...μα εγώ βιώνω έναν πόλεμο

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ανέβηκα το ξερό μονοπάτι
Ψάχνοντας δυο δροσοσταλίδες
Πάνω στα σκοίνα
Μακρύς ανηφορικός ο δρόμος
Διψούσα, διψούσα..
Ένας ήλιος ανελέητος
Σκισμένο το χώμα, πληγές
Χαρακιές, βαθιές χαρακιές
Γύρευα έναν ίσκιο
Με τη ψυχή στο στόμα
Γθάρθηκα στ` αγκάθια
να βρω ένα λουλούδι
Ένα..μόνο ένα
Κι είδα ψηλά το εκκλησάκι
του Αη Νικόλα, έφτασα....
Ξεφτισμένα τοιχεία
Έ να γκρίζο του θανάτου
Διψούσα...διψούσα
Είπα πως φταίνε οι σκιές
που χάθηκε το λευκό του?
Ούτε μια χούφτα νερό, στο περίβολο
Δίπλα στο πεζουλάκι, που κράταγε
λίγο απ` το γαλάζιο
Είχα πληγή στα στήθια, το αίμα
της καρδιάς μου πέτρα
Σαν το ξωμάχο, μπήκα στη σκιά του
Διψούσα....διψούσα...
Η θάλασσα, στ` αυτιά μου
Αγριεμένη, φουρτούνα, θεριό
Ποιος τη θύμωσε τόσο πολύ....
Βρήκα τον ίσκιο που γύρεψα
Μπαλώματα στις εικόνες
Πρόσωπα Αγίων, δακρυσμένα θαρρώ
Κι η Παναγιά στα μαύρα
Διψούσα...διψούσα
Έψαξα για ένα κερί, λίγο λάδι στο καντήλι
Δυο σπίρτα.........Αλίμονο...
δεν πέρασε κανένας Χριστιανός, από εδώ
Ν` αφήσει δυο σπίρτα...........
Δεν μπορώ Θεέ μου, ούτε ένα κερί
ν` ανάψω
Ένα κερί, ελπίδας
Παράπονο ανέβηκε στα χείλη μου
Ποτάμια, τρέξαν τα δακρυά μου
Πότισαν τα ξεραμένο μου στόμα
Κι` άκουσα δυνατή τη φωνή μου
Ανοιξε Θεέ τους ουρανούς
Δε το νιώθεις διψώ
Μάνα και εγώ
Δεν το βλέπεις το μαύρο μου ρούχο..............

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-04-2017