Το γλυκό της άγουρης νιότης Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ Γραμμένο για τη γενέτειρα μου, Αρχαία Μεσσήνη, Μεσσηνίας έναν από τους σσημαντκότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος, που τον θαυμάζουν άνθρωποι από όλο το κόσμο. Είμαι πολύ περήφανη για τα χώματα που περπάτησα στα άγουρα χρόνια, σας ευχαριστώ. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Περπάτησα, σύριζα στη πέτρα που με τη βροχή, γένναγε τα σαλιγκάρια
Εκεί που άνθιζαν οι αμυγδαλιές, μα δεν βλέπαμε τα λουλούδια, περιμέναμε
τα τσάγαλα
Στις αγκινάρες, που θέριευαν μοναχές τους και στα μέσα τους κρατούσαν το πλούτο
Στα βάτα, που κρέμονταν οι οβριές, με τη πικρή, γλύκα στο στόμα
Περπάτησα, στου θεριστή τα χέρια, Θεός ίδιος Θεός, κάτω απ` τη κάψα του Καλοκαιριού
Κάτω απ` τις ελιές, που γεννούν το χρυσάφι της οικουμένης
Στα σοκάκια, με τις μάντρες, Αναστάσιμες, φορτωμένες, αγιόκλημα, γιασεμιά και άγριες τριανταφυλλιές
Στα ξερά χορτάρια, που λιάζονταν οι οχιές, μυριάδες, ίδιες με την απληστία των ανθρώπων
Έρπονται, αλλάζοντας, πουκάμισα
Περπάτησα, στον ίσκιο των κυπαρισσιών, πάνω απ` τα δοξασμένα μνήματα
Μάζεψα, δάφνη, μυρτιά, θυμάρι και δεντρολίβανο, για να κρατώ στη ψυχή μου την ομορφιά της πλάσης
Περπάτησα,στα πράσινα λιβάδια κι είδα τ` άγρια άλογα, τα ζήλεψα κι είπα Θεέ μου, κάνε με και εμένα ένα
Κοίταξα τους αετούς, να πετούν στις βουνοκορφές, κι είπα, πάρτε με μαζί σας, θέλω κι εγώ να πετάξω
Μα δεν ακουγόταν η φωνή μου, χάθηκε στην βουή, των ανθρώπινων πληγών
Περπάτησα, στα δικά μου αρχαία μάρμαρα, με τη μυρωδιά απ` τα μανουσάκια, εικόνισμα
Ψήλωσα και θέριεψα, υψώθηκα στα ουράνια, τούτα εδώ τα μάρμαρα είναι δικά μου, παιδική ιδιοκτησία
Περπάτησα, πατώντας τ` αγκάθια κάτω απ` τις φραγκοσυκιές με τα πορτοκαλοκίτρτνα χρυσάφια, κείνα που τρώγαν τα γουρούνια, και τα παιδιά με το ξένο παπούτσι
Έκοψα ξυλοκέρατα, με μαβιά χρώματα, το γλυκό της άγουρης νιότης
Περπάτησα, ξυστά στις στέρνες, στ` αυλάκια με τους κατηφέδες
Έκοψα τρείς, στα χέρια κι ήταν σαν να έκανα συμφωνία με τ` άστρα
Περπάτησα, στα στουρνάρια, που έκανα σιέστα....οι σαύρες του μεσημεριού
Ίδιες με τη κακία του ανθρώπου
Στις ροδιές, στις συκιές, κατάχαμα στο κοκκινόχωμα, κι έκοψα, χίλια μελωμένα σύκα
Περπάτησα, στα ξέφωτα, στα διάσελα, στα ύψη
Στο μοναστήρι της Παναγιάς, χίλια μέτρα ψηλά στο βουνό
Αγνάντεψα, τη γης μου, τα καντηλάκια, στους ταπεινούς τάφους της γέννας μου
Διψασμένη....ζήτησα, απ` τους Θεούς..............μία μόνο μία χάρη
Γράψτε, τούτο δω στο τάφο μου
Εδώ, περπάτησε κι έφτασε, μια ψυχή, που κρατούσε στα στήθια, μια σημαία
τη σημαία, της αγάπης. Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-04-2017 | |