Δεκαπενταύγουστος

Δημιουργός: Αλντεμπαράν

αν και άκαιρο...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Της σιωπής της το άδωρον δώρο
μας χαρίζει η άψυχη πόλη
μόνος είμαι και στέκεσαι μόνη
στον πολύβουο άχρωμο κόσμο.

Γύρω πύρινη,μυστική,άγρια ζώνη.
Οι ιερείς σου κοιμούνται τον ύπνο
της απάθειας, σε άγιο λίκνο
πού ακουμπά των ανθρώπων η σκόνη.

Άνθη σήπονται σε άβολο αγέρα
δάκρυα πίνεις των ξένων , ω Ξένη
και εμένα της νύχτας τα μένη
να σκοτώνουν το φως την ημέρα.

Ω τα μάτια σου εκπέμπουν γαλήνη!
με λυπάμαι στ’ αλήθεια Κυρά μου
ηδονή γίνε στα όνειρα μου
σώσε μου ό,τι βρεφικό έχει μείνει.

Συνωμότης να γίνει η πνοή μου
με το γάλα που τρέφεις τον Ένα
σου γυρεύω ένα χάδι Μητέρα
ικανό να αλλοιώσει το ζην μου.

Αδερφός να γινόταν το τέκνο
που αγκαλιάζει το πάλλευκο στήθος
και συ φίλη στο άγονο πλήθος
που το νιώθω βραχνά μες στο στέρνο.

Κάνε χώρο και πάρε με δίπλα
στο λιοντάρι που έχεις στα χέρια
είν’ οι ανάσες του Αδάμ σαν μαχαίρια
και στης Εύας τη γλώσσα η πίκρα.

2009






Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-05-2017