Σκυλίσια μέρα Δημιουργός: koskan απόσπασμα απο το βιβλίο μου ¨Οι εραστές με τα κέρματα¨...Θα κυκλοφορήσει μόλις δεχτεί να το εκδώσει κάποιος.... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info (απόσπασμα απο το βιβλίο μου ¨Οι εραστές με τα κέρματα¨...Θα κυκλοφορήσει μόλις δεχτεί να το εκδώσει κάποιος...)
Σκυλίσια μέρα
Βγήκε το φεγγάρι με κείνο το πορτοκαλί χρώμα το κροκί, γέμισε χρυσαφένιο φεγγοβόλημα στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης και πάνω στο Λευκό Πύργο.
Αστραφτίζουνε και τα αυτοκίνητα με τα φώτα τους μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα, μπροστά στα ξένοιαστα ψάρια του Θερμαϊκού. Ανασαίνει βουίζοντας, η πόλη.
Απαλά ρίγη στην θάλασσα, που την κάνει ασημένια η αντανάκλαση, από τα φώτα της πόλης. Πιο μέσα της, στον σκούρο μακρινό ορίζοντα, μπορεί να δεις κάποια αμυδρά φωτάκια να τρεμοπαίζουνε δειλά κι ασήμαντα, χαμένα στην νύχτα, σαν τους πόθους των ανθρώπων.
Ψηλά, στον βραδινό Σαλονικιώτικο ουρανό, αναβοσβήνει κάποιο λαμπάκι απ τ αεροπλάνο που πάει για προσγείωση στο αεροδρόμιο και μοιάζει, σαν να σου κλείνει το μάτι η νύχτα. Να σε προσκαλεί, να την γνωρίσεις. Να την ρουφήξεις, να την ζήσεις…
Με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα αστέρια, κρεμασμένα με μια χρυσή κορδέλα κρέμονται, κι αυτά απ τον ουρανό. Πότε πότε, σπάει αυτή η κορδέλα, πέφτει τ αστέρι και πίσω του, φαίνεται η κορδέλα η χρυσή. Τότε τα αστέρια, εμείς που δεν ξέρουμε, τα λέμε διάττοντες αστέρες.
Τότε είναι που κάνει ευχές, ο Λουκάς. Αυτός ξέρει.
Είμαι σίγουρος πως ψιθυριστά, εύχεται για έρωτα και πλούτο. Τι άλλο θα μπορούσε να ευχηθεί, ένας Λουκάς;
Έχει ραντεβού, με το κορίτσι του. Ένα κορίτσι, συγκεκριμένο.
Όνομα, Σοφία. Σκέτο και απλό. Τριαντάρα παρά. Όμορφη, χαμηλών τόνων, ντροπαλή, κοκκινομάλα κι ασήμαντη όπως το αμπελόφυλλο. Είναι μικροκαμωμένη με μαλλιά μαύρα και μαλακά, σαν μετάξι. Φτάνουν, λίγο πιο πάνω απ τη μέση της. Τα ρούχα της θυμίζουν εκείνες τις κοπέλες, της παλιάς Κ.Ν.Ε. (Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδος) Τις αταίριαστες, ενδυματολογικά. Χρώματα επίσης ασύμφωνα, πράσινο πουκάμισο και μωβ φούστα, φοιτητική. Αλλά, με σπίθα στο μάτι.
Ερωτική προθυμία, φλόγα τυλιχτική η ματιά της.
Να μεταμορφωθεί σε γλώσσα, να χορεύει στο σώμα σου.
Στο κρεβάτι, είναι παιχνιδιάρα και μερακλού. Ευλογία…
Το σημείο του σπιτιού που λέγεται κουζίνα, δεν είναι στα ατού της.
Το βαριέται, όπως τις χειμωνιάτικες Δευτέρες.
Η πιο μεγάλη της κοινωνική επιτυχία ήταν, ένας τραγουδιστής σε δεύτερη διαλογή κλαμπ με ορχήστρα και μια γκάιντα. Η κοπέλα, πέρασε ερωτικά από οδηγό αστικού, από δάσκαλο οδήγησης, από όλα σχεδόν τα αντρικά χαμηλής πτήσης, επαγγέλματα. Αν έβρισκε κάποιον πιλότο, σίγουρα θα πήγαινε και μαζί του. Δυστυχώς για αυτή, φοβόταν τα αεροπλάνα.
Βέβαια δεν παρέλειψε, να δοκιμάσει και με κάποιους μεσόκοπους κυρίους, επιχειρηματίες, ανοιχτοχέρηδες και εχέμυθους. Ίσως, την ανέβαζαν κοινωνικά. Έτσι πίστευε.
Όταν κατάλαβε πως πίστευε λάθος, άρχισε να ψάχνει κάποιον, να αφοσιωθεί σ αυτόν. Ήταν τόσο κουρασμένη ψυχικά, που δεν την ένοιαζε ποιος θα ήταν.
Σταμάτησε, τις ερασιτεχνικές ερωτικές επισκέψεις. Ήταν ένα βήμα πριν, τις κάνει επαγγελματικές…
Ήθελε απλά, κάτι σταθερό.
Η πρώην σκυλίσια ζωή της, το από δω κι από κει, με τον έναν, με τον άλλον, πληρωμένο ή όχι, την εξουθένωσε. Όμως, της έδωσε κάποιες νέες αρετές. Απέκτησε τις αρετές, ενός σκύλου. Έψαχνε λίγη τρυφερότητα, λίγη στοργή και κάτι σταθερό. Της ήταν αρκετά.
Έδινε πίστη, αφοσίωση έως και υποταγή, αντοχή, ανοχή σε όλα, έδινε τα πάντα.
Ευτυχώς για αυτή, εμφανίστηκε ο Λουκάς. Το αρσενικό της φωτοαντίγραφο.
Τότε δεν το ήξερε, νόμισε πως γνώρισε τον άντρα της ζωής της, αφού ανταμώθηκαν όπως η βροχή με το πεζοδρόμιο. Ξαφνικά και με βεβαιότητα.
Πιο ύστερα, το ξαφνικά με βεβαιότητα αναβαθμίστηκε σε αναπόφευκτα. Πιο μετά, σε διασκέδαση. Και τέλος, σε ευτυχία.
Προτού συμβεί αυτό, πήγαν στο ίδιο μπαρ που έπινε προηγουμένως ο Λουκάς με κάποια άλλη γυναίκα, μεγαλύτερη σε ηλικία. Έως, πολύ μεγαλύτερη.
Το έμπειρο αμπελόφυλλο ακολούθησε τον Λουκά.
Μπήκαν στο μαγαζί γιατί, πρώτον, το πρότεινε αυτός.
Δεύτερο, γιατί ήθελε οι σερβιτόρες να τον δουν επιτέλους με κάποια που ήτανε κορίτσι, σε σύγκριση μ αυτές, που εμφανιζόταν συνήθως.
Όχι ξανά, με άλλη μιά γιαγιά που νόμιζε πως είναι τραγανό κεράσι, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια ώριμη, άνευρη, άγευστη, σιλικονούχα, μαλακιά ντομάτα.
Την πήγε εκεί, στην ίδια θέση του μπαρ.
Εκεί που πριν λίγο, καθόταν μαζί του η Όλγα. Η οποία κάποτε, ήταν κι αυτή γυναίκα. Αυτόν τον καιρό όμως, είναι για αυτόν, κάτι ανάμεσα σε κακιά ώρα και ενοχλητικό ζουλάπι. Όταν μιλούσε η γιαγιά Όλγα, ο Λουκάς νόμιζε, πως βουίζουν τα αυτιά του.
Όμως, διαθέτει 100 ευρώ την ώρα για ¨παρέα¨, η μεστωμένη βιολογικά και πνευματικά Όλγα. Μόνο για παρέα. Κι αν πάει στο κρεβάτι η παρέα, πιάνει μέχρι και 500 ευρωκούκια ο Λουκάς μας έξτρα, στην παντελόνα την λινή.
Είναι ν αφήνεις, τέτοιες οπτασίες;
Κι εκεί, ανάμεσα στην ξανθιά ταραχή που δημιουργούν πέφτοντας, τα παγάκια στο ουΐσκι, τελείωσε τους στοχασμούς του.
Αποφάσισε να τοποθετηθεί οριστικά, στο ράφι με τους ξοφλημένους της ζωής.
-Έφυγα, έκανε ξερά. Κι άφησε την γιαγιά εγκαταλειμμένη, όπως τα φαντάρια τις παλιές πυροβολαρχίες, όταν ανακαλύφθηκαν οι πύραυλοι κρούσης.
Το πήρε απόφαση πια. Σαν άντρας, ήταν μόνο για τις εφεδρείες. Για ότι περίσσευε. Δεν ήταν για σχέση, αυτός. Δεν ήταν, για τίποτα. Αυτό, το είπε τόσες φορές στον εαυτό του, που στο τέλος ο εαυτός του, τού έκανε την χάρη και το εφάρμοσε.
Πατημένα ελαφρά και τα τριανταεννιά…
Όμως, να. Ήρθε κείνη η ευχή, του έφερε μπροστά του τη Σοφία. Το έμπειρο αμπελόφυλλο που λέγαμε πριν…
Το πήρε και σημαδιακά. Σου λέει, για να μού έρθει από τόσα ονόματα το Σοφία, πρέπει να μην την αφήσω να φύγει.
Ξανά στο ίδιο μαγαζί, στο ίδιο σημείο, ξανά ουΐσκι ποτήρι δεύτερο, με πάγο. Τώρα, μες’ στο ποτήρι δεν έβλεπε τίποτα όμως. Το ποτό του, ήταν ήρεμο. Όπως και το μυαλό του.
Διάλογος αρχικά. Μονόλογος του Λουκά, ύστερα. Ξανά ψέματα, λόγω συνήθειας.
Αυτή τη φορά, με τύψεις. Οι τύψεις όμως, σκάζουν τα ψέματα όπως, οι μανάδες των εφήβων τα σπυράκια.
Κι όταν τελειώνουν σπασμένα τα ψέματα σαν τα σπυράκια, τότε, είσαι και νιώθεις καθαρός. Πλένεσαι και με το σαπούνι της ομολογίας. Και είσαι τζάμι. Διάφανος.
Βλέπει ο άλλος, μέσα σου.
Όπως θα θελε να είναι, ο Λουκάς. Όπως θα θελε να δει μέσα του, η Σοφία.
Σκέφτηκε, αρσενικά. Χωρίς να πει κάτι.
-Ξέρεις, μίλησε σιγανά, πρώτη η Σοφία. Ψάχνω να βρω κάποιον που να τον αγκαλιάζω και να δακρύζω. Τον κοίταζε στα μάτια, να δει την αλήθεια του. Προσπαθούσε να τον ¨μετρήσει¨ αν μπορεί να βασιστεί ψυχικά πρώτα, πάνω του.
-Δεν μου φαίνεται καλό το να κλαίς, απάντησε ήρεμα, γλυκά, με ενδιαφέρον, ο εκπαιδευμένος στις ματιές, Λουκάς. Της έπιασε απαλά και το χέρι.
-Μπορεί να κλαίω από πραγματική ευτυχία, αν βρω τον κατάλληλο, είπε και του έσφιξε δυνατά τα δάχτυλα. Δεν σταμάτησε να τον κοιτά στα μάτια. Ούτε τα βλέφαρά της δεν έπαιξε.
Ίσως, δεν έπρεπε να δείξει τόση απόγνωση. Ίσως θα έπρεπε, να είναι πιο προσεκτική. Στο κάτω κάτω τον είχε δει, άλλη μια φορά. Πού τον ήξερε και, του ανοιγόταν έτσι;
Αυτά σκεφτόταν, όταν ο Λουκάς απαλά, την άγγιξε στον ώμο.
Σαν να ίσιαξε λίγο, τον γιακά του παλιομοδίτικου πουκάμισου της.
Έπειτα από λίγες στιγμές, άφησε την παλάμη του, μαλακά, προστατευτικά, στον ώμο της. Δεν κρέμασε το χέρι του πάνω της. Το άγγιγμα ήταν τέτοιο, σαν να μετέδιδε την αύρα του. Απείχε μισό εκατοστό από το δέρμα της. Για κάποια δευτερόλεπτα, την ακουμπούσε. Μετά, σήκωνε την παλάμη του και πάλι στο μισό εκατοστό.
Την ακουμπούσε και με το μέσο δάχτυλο απαλά, σαν να ήθελε να της μεταδώσει τις σκέψεις του. Η Σοφία ούτε κουνήθηκε. Κατάλαβε απ όλο αυτό, ότι ο τύπος είναι έμπειρος.
Δεν προσδιόρισε, το μέγεθος της εμπειρίας του όμως.
Ο Λουκάς, δεν ήταν απλά έμπειρος. Ήταν επαγγελματίας.
Στο άγγιγμα, στο βλέμμα, στην ερωτική θεωρία και πράξη.
Ναι. Αυτό ήθελε κι η Σοφία. Αυτό το συγκεκριμένο άγγιγμα, αυτή την κίνηση.
Αυτή την θερμότητα ήθελε, κι ας την είχε ερευνήσει σε όλο της το κορμί απ το πρώτο κιόλας βράδυ της γνωριμίας τους.
Ήθελε, αυτή την εμπειρία στον άντρα. Αν ήταν άπειρος, δεν θα μπορούσε να την αντιληφθεί πουθενά. Η εμπειρία του θα έδινε μία πιθανότητα, να την νιώσει, να την καταλάβει.
Και είτε να τελειώσει εκεί η παρουσία της, ή να συνεχίσει και να την δεχτεί.
Μακάρι να μπορούσε να είναι μαζί του, χωρίς να την βλέπει μόνο για το σεξ.
Μακάρι, να μπορούσε να τον σκεφτεί δικό της με ένα τρόπο, που μόνο αυτή μπορούσε να εξηγήσει. Να είχε κι αυτή, έναν άντρα. Να μπορούσε να λέει, ο άντρας μου.
Να γυρίζει σπίτι τα βράδια κι ας αργεί. Αυτός. Να έρχεται όμως.
Να βγαίνουν μαζί και να κουρνιάζει στο στήθος του, να νιώθει ένα προστατευμένο σπουργίτι στη βροχή. Της άρεσε η βροχή. Να περπατάει, να βρέχεται, να αισθάνεται πως ξεπλένεται το μυαλό της όχι μόνο από τις ανώφελες, ερωτικές της διαδρομές στο παρελθόν. Να φεύγουν όλα τα άσχημα, από μέσα της. Να αφήσουν ελεύθερα τα περάσματα, επιτέλους για τον έρωτα. Να μην τον δηλητηριάζουν κλείνοντάς του τον δρόμο. Να εξελιχθεί σε αγάπη.
Να ξεπεράσει την σωματική επαφή που, περιορίζεται και πουλιέται ή χαρίζεται εφήμερη, κάλπικη, σε διάφορες μορφές.
Ναι, τον ήθελε δίπλα της στη βροχή. Να την φιλάει στο στόμα κι αυτή να στάζει, να είναι μούσκεμα. Απ τη βροχή. Και όχι μόνο.
Να την αγκαλιάζει, να την αγγίζει κείνες τις άσχετες τις στιγμές. Που δεν το περιμένει. Ας είναι μπροστά σε κόσμο… Τα ‘κανε αυτά ο Λουκάς… Δεν είχε τέτοια προβλήματα.
Αυτό, είναι το πιο ερεθιστικό για την Σοφία. Το απρόοπτο, το ξαφνικό.
Η εμπειρία είναι η πραγματική ιδιοκτησία, της ήρθε σαν αναλαμπή στο μυαλό. Ναι.
Τίποτα άλλο δεν είναι πραγματικά δικό μας. Μόνο η εμπειρία.
Αυτό είναι που μας κάνει δυνατούς ή αδύναμους. Ήρθε σαν απόφθεγμα στο μυαλό της. Βλέπεις είχε περάσει ¨διά πυρός και σιδήρου¨ τα περισσότερα χρόνια της.
Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ότι ο Λουκάς, ήταν ο μοναδικός άντρας που έκανε, την ερωτική επιθυμία, ένα είδος παιχνίδι από την πρώτη τους φορά στο κρεβάτι.
Δεν χειραγωγούσε με τα θέλω ή με εγωιστικά μπαινοβγαίνω μέσα της.
Αυτός, είχε τα λόγια. Πρώτα, της έκανε έρωτα στο μυαλό. Της το πήρε.
, της είπε. Απόλυτα σοβαρός.
. Και της τραβούσε τόσο δυνατά τα μαλλιά, ενώ ήταν μέσα και πίσω της, που νόμισε θα τα ξεριζώσει. Της άρεσε όμως.
Όταν πήγε να κατουρήσει η Σοφία, έκλεισε την πόρτα. Εμφανίστηκε τότε αυτός μπροστά της, μετά από λίγο. Την σήκωσε, να κατουρήσει όρθια. Την κοιτούσε, καθώς είχε ανοιχτά τα πόδια στη λεκάνη. Μετά, την σκούπισε προσεκτικά με χαρτί.
Αυτό ήταν και το φινάλε, στους όποιους σεξουαλικούς ενδοιασμούς είχε η Σοφία. Κατέρρευσαν, ισοπεδώθηκαν, δεν έμειναν ούτε σαν ερείπια οι αναμνήσεις από άλλους άντρες.
Αυτά που έκανε απ το πρώτο βράδυ μαζί με τον Λουκά, δεν τα είχε καν σκεφτεί.
Κάποιοι άλλοι δεν θα τα ζούσαν, ούτε σε μια ζωή.
Το παρθένο μυαλό της, με τις άπειρες φαντασιώσεις τα είχε εκπορθήσει με τον πιο γλυκό τρόπο.
Κι αυτό, ήταν πιο δύσκολο από τον υμένα, την μεμβράνη, πού έχασε με λίγο αίμα κάποτε, στο πίσω κάθισμα ενός μαύρου Jeep. Επίσης ήταν πιο δύσκολο από ότι πιο διαστροφικό ερωτικά της είχαν ζητήσει οι κατά καιρούς ερωτικοί σύντροφοι της. Ο Λουκάς δεν ζητούσε τίποτα. Απλά άπλωνε και το έπαιρνε. Τα λόγια του ήταν σαν ένα τεράστιο χέρι. Την πήρε και την έκανε μαριονέτα από το πρώτο βράδυ. Κάθε φορά που τον σκεφτόταν την επόμενη μέρα, ένιωθε υγρή. Σκεφτόταν και τις λέξεις του.
-Τα υγρά μας, είναι η κόλλα μας. Έτσι κολλάνε, οι άνθρωποι. Έλεγε ενώ, είχε τα πόδια της ενωμένα και ριγμένα ψηλά, στον αριστερό ώμο του. Κι η Σοφία ανήμπορη, να αντιδράσει, να κουνηθεί, δεχόταν μέσα της ότι της έδινε σωματικά ή προφορικά ο Λουκάς.
Ο Λουκάς ποτέ δεν νόμισε πως, το κοντέρ του καλού σεξ είναι το μέγεθος ή η στύση πού έρχεται πάντα, όταν την ζητάς. Ήξερε, πως αυτά ήταν τα βασικά για ένα καλό κρεβάτι, ναι. Αλλά αυτός, είχε ξεπεράσει πλέον το πρωταθλητικό σεξ και τις στιγμιαίες ανακουφίσεις. Ήταν και αγχωτικό να κάνεις πρωτάθλημα, στο σεξ. Έφερνε τέτοιο άγχος που σταματούσε να είναι απόλαυση.
Ο Λουκάς έτσι κι αλλιώς στη ζωή του, δεν χρειάστηκε επιτακτικά υποστήριξη ή φροντίδα.
Είτε ψυχική είτε ερωτική. Την πρώτη την έβρισκε στο ποτό, την δεύτερη στις γυναίκες.
Από μικρός το είχε αυτό. Του άρεσε η γυναίκα και το ποτό.
Ούτε ντράγκς, ούτε άλλες ηλιθιότητες.
< Χάρη στις γυναίκες που μου είπαν όχι, υπήρξαν αυτές που μου είπαν ναι> Αυτό ήταν το ρητό του. Πιο μετά προχώρησε στις ώριμες, ίσως και λίγο πιο γινωμένες ηλικιακά…
Δεν άκουγε, ούτε τον ενδιέφερε η λεκτική συμμετοχή της Σοφίας στο σεξ.
Τον ενδιέφεραν εκείνοι οι σπασμοί που κάνει κάθε γυναίκα, όταν τελειώνει και τα υγρά που γεμίζουν την περιοχή, ανάμεσα στα πόδια. Μέχρι τον αφαλό.
Το μυαλό, πρέπει να μπαίνει σε γρηγορότερους ρυθμούς λειτουργίας, όσο μεγαλώνουμε. Πρέπει να βάζουμε μπρός, τον τόρνο του εγκεφάλου μας να στρογγυλεύουμε τις άκρες όσων συναισθημάτων ή συμπεριφορών είναι αιχμηρές και μας τρυπάνε τα λάστιχα του μυαλού μας. Έτσι, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε.
Ολοκληρωμένος είναι, αυτός που κατόρθωσε να συμπληρώσει το πάζλ του εαυτού του.
Στον έρωτα, ο Λουκάς δεν υπήρξε ποτέ εγωιστής. Γιατί απλά, δεν ερωτεύτηκε ποτέ.
Σεξουαλικά, πάλι δεν ήταν εγωιστής, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία επιβήτορα. Ούτε και κοινωνικά μπορούσες να τον πεις εγωιστή, αφού δεν τον ένοιαζε για κανέναν στην πραγματικότητα.
Μπορεί, να είναι η πρώτη φορά που θα μπορούσε, να νοιαστεί.
Μπορεί, για αυτή την Σοφία. Είχε κάτι στο βλέμμα της, του θύμιζε ένα γερμανικό λυκόσκυλο κουτάβι, που είχε κάποτε, όταν έμενε στην Άνω Πόλη.
Κάποια μέρα κοντά στην Πορτάρα, το λυκόσκυλο χάθηκε και δεν βρέθηκε ποτέ. Λένε πως, τα σκυλιά ποτέ δεν ξεχνάνε. Μάλλον λάθος…
Ο κόσμος και οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν με τις Πρωτοχρονιές.
Ποτέ ο καινούριος χρόνος δεν φέρνει την ευτυχία και, τα λοιπά ανώφελα ευχολόγια που λέμε, στα τέλη Δεκεμβρίου. Κάθε Ιανουάριος, είναι σαν Ιανουάριος.
Θέλει κόπο να χτίσεις μια σχέση, με τον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει. Μετά έρχεται η ευτυχία, η γαλήνη. Ναι, η λέξη ήταν αυτή. Τον ενδιέφερε, τον Λουκά.
Έπρεπε να της πει την αλήθεια για το πως επιβίωνε και ποια ήταν η δουλειά του;
Φοβόταν όμως, μήπως δεν έπηζε καλά το τσιμέντο στα θεμέλια της σχέσης τους.
Κι έπρεπε να το προσέξει αυτό.
Είναι φορές που η στρατηγική υποκύπτει, στο ένστικτο και την παρατήρηση…
Είναι και κάτι άλλες πάλι, που σκέφτεσαι τι χάνεις, όταν διαλέγεις να αφήσεις το παρελθόν σου, ανεπιστρεπτί.
Άθελα του, ήρθαν κάποιες εικόνες στο μυαλό του, από την προηγούμενη του σχέση.
Ποια σχέση δηλαδή… Ξόδευε αλόγιστα για να μπορεί να ανταπεξέλθει στα θέλω τής μικρούλας που για άλλη μια φορά διάλεξε, να εντυπωσιάσει σεξουαλικά.
Και όχι μόνο.
Συμπεριφερόταν στην μικρούλα, όπως του συμπεριφέρονταν οι πελάτισσες του…
Με υπερβολή. Σε όλα. Πολυτέλεια, ευγένεια και μερικές φορές σαρκασμό.
Ότι έβγαζε από τις καλά αμοιβόμενες ερωτικές υπηρεσίες του, σε μεστωμένες γυναίκες που είχαν αποσυρθεί ερωτικά και ψάχναν πληρωμένες αυταπάτες, τα έδινε για να περάσει χλιδάτα η πιτσιρίκα.
Να ακούς γυμνός και ξαπλωμένος, Chris de berg, με το ¨μωρό τύπου πάνθηρα¨, απλωμένο στο μάλλινο, παχύ χαλί. Ακριβώς απέναντι σου, τζάκι.
Αναμμένο κι αυτό, όπως κι εσύ.
Έξω να πέφτει κείνο το χιόνι το χοντρό, το Ελβετικό. Να φυσάει κι ένας αέρας αγριεμένος, όπως τότε, στα ρέματα στη Ρεντίνα, στη σχολή ανορθόδοξου πολέμου. Μόνο που τώρα δεν ήταν ντυμένος με τη φόρμα παραλλαγής του στρατού και σκεπασμένος με φύλλα και κλαδιά. Ούτε ήταν βαμμένος στα μούτρα με φούμο μαύρο και πράσινο. Τώρα ήταν αλλού...
Το δωμάτιο μεγάλο, χρώμα απαλό ώχρα. Δερμάτινος καναπές, τέσσερα μαξιλάρια, σε αχνό καροτί. Κρεβάτι σοβαρό, βαρύ, τετράγωνο, έξτρα λάρτζ.
Στρώμα αμερικάνικο, με ελατήρια.
Το τζάκι, χτιστό πέτρινο, χρώμα εκρού που ταιριάζει με τις καφέ βαριές κουρτίνες τού χώρου και μοντέρνο, φυτευτό καλαίσθητα, στον τοίχο.
Το ¨μωρό το πανθηρέ¨, μελαχρινό στο μαλλί, μελαμψό το γυμνό του δέρμα, αισθησιακό στις κινήσεις και στο βλέμμα. Χρώμα ματιών αδιάφορο, αφού έχει όλα τα παραπάνω εχέγγυα.
Να σε ανάβει περισσότερο η σκέψη, για το πόσο πρόστυχη μπορεί να γίνει.
Να προσπαθείς να μπεις, βαθιά στο μυαλό της. Να της βγάλεις ότι περιορισμό έχει.
Να την αγγίζεις εκεί που δεν θέλει, αλλά θέλει. Κι εσύ μπορείς.
Το κυριότερο, μη ξεχνιόμαστε, να είναι δεκαεννιά καλοκαίρια ηλικία. Ή κάπου κατά κεί…
Το τζάκι να φωνάζει, γεμάτο από ξύλα.
Εκείνα τα κρακκκ, που λένε ότι τα ξύλα είναι υγρά, σαν το ¨μωρό¨ που είναι δίπλα σου, αν έχεις κάνει σωστά τα προκαταρκτικά.
Πιο κει, ένα τραπεζάκι από καρυδιά, με πόδια σε χρώμα μαύρο, χαμηλό.
Πάνω του, μια πιατέλα πορσελάνινη λευκή με μαύρο και κόκκινο χαβιάρι σε ένα πιάτο, γαρνιρισμένο με χτένια. Δίπλα μια 3 λιτρη σαμπάνια Μoet & Chanton dom perignon, σε γιγάντιο ασημένιο παγοδοχείο. Δύο ποτήρια κολωνάτα, κρύσταλλο Bohemia, σκαλιστά, το ένα με σημάδια κόκκινα από κραγιόν ακριβό, μάρκα Guerlain και μισοάδειο.
Το δικό σου στο δεύτερο γέμισμα, σκέφτεσαι για τρίτο…
Σωστά δεν το κάνεις, γιατί πρέπει ο ¨πάνθηρας¨ να έρθει στο ανάλογο mood, που θα πει διάθεση. Απαραίτητο αυτό. Κι ότι είναι απαραίτητο, είναι πάντα συνετό.
Εσύ πάντα είσαι σε διάθεση, όταν πρόκειται για γυναίκες τύπου ¨πάντζερ¨…
Τελικά τέτοια ζωή, μπορείς να την πεις και παραμύθι.
Βέβαια στα παραμύθια, πάντα υπάρχει κάποιος κακός.
Άλλες φορές είναι δράκος, άλλες λύκος, άλλες άνθρωπος και συνεχίζεται αυτό με τους κακούς, δεν σταματάει.
Το ζήτημα είναι, πότε θα καταλάβεις, ότι κάποιος ή κάτι κακό θα εμφανιστεί, για να σου χαλάσει το παραμύθι. Επίσης άν θα το καταλάβεις στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος…
Γιατί θα το αντιμετωπίσεις σίγουρα αυτό. Η ζωή έχει πάντα, δύο όψεις.
Την καλή και την κακή. Δεν είναι δυνατόν, να ζεις μόνιμα σε μία απ τις δύο.
Ο Λουκάς τα είχε αυτά τα συμβάντα, πολύ εύκολα. Πέρασε αυτοκρατορικά, σχεδόν τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Όχι κι άσχημα για κάποιον από το Πουθενά της Σαλονικιάς Δύσης, μια περιοχή μετά το Βαρδάρι.
Κάποιες φορές, έκανε με το μυαλό του μια σχισμή στον χρόνο και βρισκόταν, στο τότε.
Στα παλιά, όταν ήταν πιτσιρίκος. Γιατί εκεί, ξεκινάνε όλα.
Κι είναι το παρελθόν, μερικές φορές γκαστρωμένο. Γεννάει φαντάσματα, που δεν είναι νεογέννητα. Κρύβονται καλά στη μήτρα του χρόνου και σου εμφανίζονται αναπάντεχα, σαν ανεπιθύμητοι επισκέπτες, όταν δεν τα θές.
Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος μόλις είδε την Σοφία. Πού βρισκόταν το αιδοίο της. Ήθελε απεγνωσμένα να το δει; Μπορεί ναι μπορεί και όχι…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-06-2017 | |