Το πλοκάμι της αλεπούς

Δημιουργός: AceOfSpades, Σπλατς

καλημέρα ωρέ...πετεινάρια κι αλεπούδες..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[color=black][font=georgia]Κολύμπαγε μια αλεπού με χάρη και με μπρίο,
διόλου δεν την ένοιαζε που το νερό ήταν κρύο.
Και μακροβούτια έκανε κι ανάσκελα γυρνούσε.
Έπινε ψεύτικα νερό και παίζοντας φυσούσε..

Ο πετεινός είχε ανεβεί στο φράχτη, σ' ένα ξύλο
και τσίμπαγε τη σάρκα από ένα δροσάτο μήλο.
Τι όμορφα που γυάλιζε το μαύρο φτέρωμα του !
Σα βασιλιάς που φόραγε κορώνες τα λειριά του !

Κάποιο μελτέμι φύσηξε και άρωμα του φέρνει
αρμύρας και ιώδιου ' Στα πιο ψηλά ανεβαίνει.
Κοιτά κατά τη θάλασσα κι εκεί καλοί μου φίλοι
κάτι εξείχε κόκκινο που 'μοιαζε με κογχύλι.

Μαθές ψάρι παράξενου τα κόκκινα πτερύγια ?
Ή μήπως πέρλα άλικη γεννήσανε τα στρείδια ?
Ψεγάδι από ναυάγιο , γαλέρα βυθισμένη ,
του λάγνου ήλιου αμυχή κι ανάσα πια σβησμένη ?

Ίσως κάποιου ναυτόπαιδου της μέσης το ζωνάρι,
της χήρας της γειτόνισσας μεταξωτό φουλάρι,
ρουμπίνι από αρχόντισσας σπασμένο σκουλαρίκι..
Ή μήπως απλά δάκρυσε κάποιο μονάχο φύκι ?

Αυτή του η περιέργεια τον τρώει και τον πνίγει,
το μήλο του παράτησε και τα φτερά του ανοίγει.
Τον δρόμο , τον κατήφορο, που πάει στ' ακρογιάλι..
( Στην πόρτα ποιού παράδεισου άραγε θα τον βγάλει ? )

Κολύμπαγε μια αλεπού , με μπρίο και με χάρη
από το πρώτο χάραμα - τη βρήκε το φεγγάρι..
Κουράστηκε, φοβήθηκε. Κι η γούνα τώρα βάρος-
Κύμα σα μνήμα έμοιασε , σα γύπας μοιάζει ο γλάρος..

Αρχίζει τώρα να καλεί : Ωχ ! Χριστιανοί βοήθεια !
Ένιωθε να 'σβηνε η ζωή μέσα στα δυο της στήθια.
Πάνω που θα πνιγότανε όμως, τρέχει το κοκόρι.
Την έσωσε πριν μπάρκαρε στου Χάρου το βαπόρι..

Το κεχριμπάρι- ράμφος του, φιλί ζωής της δίνει.
Αυτή μισολιπόθυμη μα έσταζε σαγήνη.
Η γούνα της η κόκκινη, οι άσπρες της πατούσες..
Κι εσύ άμα τους έβλεπες .. Μαζί μου θ' απορούσες.

Τότε συνέβει κάτι εκεί που μου 'κοψε το αίμα !
Φεγγάρι -ασημοφέγγαρο φορά δυο άστρα στέμμα,
καράβι -μαυροκάραβο που 'χε λειριά πανιά του.
Για ναύαρχο είχε πετεινό , κότες για πλήρωμά του..

Κι από τα σκουραμπάρια του , αρχίσανε να βγαίνουν
η μάνα , ο πατέρας του , κι ευθύς κοντά πηγαίνουν
δυο θείοι , τρία ανίψια του , πέντε έξι γείτονές του
και κλώσες τρέξαν εκατό που ήταν παλιά δικές του..

Αρχίσανε να τον τσιμπούν και λόγια να του λένε :
"Προδότη , τι την έσωσες ? Αυτές για όλα φταίνε !
Το άσπρο το κοτέτσι μας το κάνανε ρημάδι,
να ! Κοίτα κάτω απ' το λαιμό, το ανοιχτό σημάδι.."

Κι όπως εκείνος έστεκε μέσα στην παραζάλη
η αλεπού ζωντάνεψε τον πιάνει απ' το κεφάλι.
Ώρες πολλές κολύμπαγε και ήταν πεινασμένη....
...Kαι νέος ναύτης κόκορας στο πλοίο ανεβαίνει !

..

Μία μικρή βρεχότανε σε ένα σιντριβάνι,
το καλοκαίρι πάτωμα, τον ήλιο είχε ταβάνι.
Κοντά της πήγα κάθισα γιατί 'χα αποκάμει...

Της αλεπούς δεν πρόσεξα το κόκκινο πλοκάμι. [/color][/font]


{Α}

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-06-2006