Υάλιον

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

Από :Την ' Άλη 'Καλό βράδυ σε 'ολες και όλους

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Υάλιον*
I
Χάθηκαν σε βαθύσκιο δάσος..
Τα έργα τους άνεμος..τα λόγια τους άνεμος..
οι αγάπες τους άνεμος..
Πώς να καλέσω αυτούς τους συντρόφους;
Χαμένοι σε χαμένους σταθμούς.
Με αποσκευές ελάχιστες για τέτοιο ταξείδι.
Ολομόναχοι..
Σιωπές στην σιωπή της άγιας τους νύχτας.
ΙΙ
Στέκομαι στο κατώφλι της νύχτας..
Σε μια φυλλωσιά του καιρού..
Της σιωπής οδίτης φερμένος
απ’της αυγής τα χαρούμενα ‘-Έλα!’,
το ταξείδι λογιάζοντας
στων εποχών τους δρόμους,
στου ‘τώρα’ την κινούμενη άμμο..
Μέσ’του ‘αεί’ και του ‘ποτέ’ τις συμπληγάδες
‘Αργώ’ η καρδιά μου!
Μέσ’τον χιονιά αρμενίζει
για τον ήλιο μιάς νιόγεννης θάλασσας!
ΙΙΙ
Απηλιώτης τραγουδά τα τραγούδια μου..
Τα όνειρά μου χορεύουν στον άνεμο..
Μια θάλασσα χαμογελά σαν παιδί..
Ανθισμένες ροδιές και λεύκες θροϊζουσες..
-Πρέπει νά’ναι Άνοιξη! Πρέπει νά’ναι Άνοιξη!..
IV
Κι’αυτοί φευγάτοι σε τέτοιο ταξείδι..
με νερένια πρόσωπα..
με μια σιωπή νυχτωμένου μελισσιού..
με μια θλίψη Σαρακήνου στα μάτια..
Χωρίς οβολό..
Όμως η ‘Αργώ’ μου στον χρόνο αρμενίζει,
στις θάλασσες της αρχής και του τέλους,
τους χρησμούς αψηφώντας,
κιβωτός στον κατακλυσμό του καιρού.
V
Χρόνια και χρόνια αγγίζω στοργικά τα σημάδια τους..
ψάχνω μυστικά το πέρασμά τους..
Στην ταπεινή βροχή,
-Εδώ και’γώ στάθηκα!
-Κι’εδώ! κι’εδώ! ψιθυρίζω..
Κι’ο ψίθυρός μου ‘φωνή υδάτων πολλών’
και παράπονο νικημένης θάλασσας..
VI
Κιβωτός η καρδιά μου και θάλασσα
ταξειδεύει σε γειτονιές Κυριακής..
Φορτωμένη μέρες με γεύση κανέλλας
παραλλάσσει Παναγιές θαλασσινές,
πνίγεται στα καράβια,
στην νοσταλγία του ναύτη,
λιγοθυμά σ’αγκαλιές και φοβέρες..
VII
-Άκου!Άκου!
-Περνά ο καιρός!
Αρμενίζει στην καρδιά μου
τα λιμάνια των τραγουδιών τους..
την σκοτεινιά των ημερών και το φως..
ανεβαίνει με τους χυμούς των αμπελιών..
κατεβαίνει με τα ύστατα χαίρε..
-Μη με λησμόνει! Μη με λησμόνει!..
Μπαίνει στα σπίτια, στους κοιτώνες σας
και ναυαγεί στις κούνιες των μωρών.
VIII
Κι’όλα του δεντρολίβανου τα χρόνια,
κάθε που εγκυμονεί η Άνοιξη,
προσεύχεται στην εκκλησιά του Άη Απρίλη,
καθώς ονόματα σπαθίζουν τον αέρα,
άτια λευκά καλπάζουν οι λειμώνες,
οι μοίρες γελαστές μετρούν τις ώρες,
αναπαμό δεν έχουν τα τραγούδια
κι’οι πρόγονοι ανυπομονούν..
και το χορτάρι αναριγά στην σκέψη
μικρής γυμνής πατούσας..
IX
Κι’όσες φορές το χαμομήλι
λέει τις ιστορίες των χωμάτων
στο εκκλησάκι του Ρυτού,
όπου ο Άη Τρύφωνας
τα δειλινά γυρνά απ’τους αμπελώνες
με μια αγκαλιά συμπόνιες
για τα παιδιά,
τις κουρασμένες Παναγιές, τα παραμύθια,
τους στρατοκόπους και τα παιδακίσια όνειρα,
φτεροκοπά στα σκέρτσα βωβού κλαρίνου,
στο κλάμα αυγινού βιολιού,
στις νύχτες που χορεύουνε στο φως του λύχνου,
στων νυσταγμένων των σπιτιών τις κόχες,
μπαίνει απ’τα παραθύρια,
μ’ένα κλωνί βασιλικό στο χέρι,
με το νερό της έκτης του Γενάρη,
γλυκός σαν μέλι, σαν δροσιά,
σαν καιόμενη βάτος
και ‘καπνός αναθρώσκων’ των χαμένων της θάλασσας.
X
Στέκομαι στο κατώφλι της νύχτας..
Η φωνή μου ηχώ της σιωπής..
ψίθυρος φεγγαρίσιος..
Βαθειά η σκέψη του δάσους..
Λούζεται η ψυχή μου στα νερά..
η ψυχή μου νερά..
το κορμί μου καράβι στης ακακίας την ρότα..
Στα φανάρια της Αρχής και του Τέλους
μελετώ του καιρού τον χάρτη
τα ναυάγια των άστρων,
τις αυτοθυσίες των διαττόντων,
τον αυτοχειριασμό του ήλιου,
τα μάτια νυχτωμένων πουλιών,
κάποιου ροδώνα την ανάμνηση,
μιάς ανεμώνας τον άνεμο..
και τις εφόδους των αθανάτων
σ’όλα τα μέτωπα του τίποτε..
και τα κύματα από γάλα, δάκρυα κι’αίμα..
XI
Αδόκητη, αόρατη καταστροφή..
ανέμου βόρειου σε κήπους τρυφερούς
και βίαιου νοτιά τ’Απρίλη…
Και μια γυναίκα από την Μαντινεία,
από του χτες φερμένη την ομίχλη,
μ’ένα κλαδάκι δάφνης στο χέρι,
με μια μωβ κορδέλα στα μαλλιά,
πού διάβαζα τη λέξη ‘αθανασία’,
όπως μια θάλασσα σιωπής μου ψιθυρίζει,
όπως λιοτρόπι νυχτωμένο
και ανθισμένης κερασιάς μελίσσι:
‘-Μόνο η αγάπη!..Μόνο η αγάπη!’

Αχ! φτερουγίσματα γεμίζει η νύχτα!
Και αντικρύ μου εκείνος της Αρχής
κι’ο άλλος με την σκοτεινή θωριά,
γιατί τον αποστρέφεται ο ήλιος,
που σαν γελά παγώνουν οι ουρανοί,
και τα πουλιά στο πέταγμα
για χώρες μακρυνές,
άλλα χειμώνα τον φωνάζουν..
κι’άλλα τον λένε Θάνατο..
ΧΙΙ
Στέκομαι στο κατώφλι της νύχτας,
γυμνός στο κοφτερό φως της μέρας,
ψελλίζοντας ακατάληπτα λόγια..
Μακρυά χαμένος στην θάλασσα του τίποτε..
Στο μεσημέρι της νειότης
ακριβογυιός μαζύ και θυγατέρα.
Ντυμένος φτερά αλκυόνας,
κατανοώ την θλίψη της θαλάσσιας ανεμώνας
και τ’αζευγάρωτου αετού την αλγηδόνα..
Του νου αμάγευτος κι’αμέθυστος
αναπλέω ποταμούς αναθέματος,
ακροβάτης κι’αναχωρητής,
με μια ανεξιχνίαστη ανεπούλωτη πληγή,
το φοβερό ακούγοντας αλύχτημα
του αυριανού Δεκέμβρη
και της Ανδρομάχης το κρυστάλλινο γέλιο
για του Αστυάνακτα το ξύλινο αλογάκι..
ΧΙΙΙ
Ανθεστηρίων ξεχασμένος απόηχος.
Λέξεις σ’άλικα, απίκραντα χείλη,
αταξείδευτα της αγάπης..
-Αλλοτινά! αλλοτινά!
μου ψιθυρίζουν οι βροχές του ήλιου
σύννεφο σιωπηλό καθώς περνώ απ’τις ζωές τους,
με μια αγκαλιά τραγούδια ξεχασμένα,
μέσ’από κήπους πού’διωξε το χιόνι τους πουλιά,
σαν ήσυχη φωτιά και σκίρτημα θαλασσινής ομίχλης,
στου ύπνου τους την γαλήνη από μάλαμα,
στο βάθος της σιωπής και τα φιλιά της νύχτας
αναριγώντας,
πασχίζω μέσ’τα δάκρυα να σμιλέψω τις μορφές τους,
μόνος εγώ, ακούγοντας τον αδυσώπητο ρυθμό,
σε στήθεια κοριτσιών που λουλουδιάζουν..
XIV
Στων άγριων κρίνων την ανάμνηση
τους ψάχνω,
στα κατευόδια των ονείρων τους,
στων λέξεων τα αινίγματα,
στις ξαγρύπνιες των μικρών παιδιών,
στις θάλασσες τις μυστικές που οι μάνες
αποστρέφονται,
στις διηγήσεις των ναυτών και στα καράβια,
στα τελώνια και τα ξωτικά..στα παραμύθια..
Δίπλα στις φλόγες του τζακιού
περνούν οι αθάνατοι,
ακρόπρωρα κουρσάρων κι’αλαφροϊσκιωτοι..
-Αλί στους νικημένους!..αλί!
..και στις μικρές Αντιγόνες!
XV
Γίνομαι γι’αυτούς αγκαλιά..
κύκλιος χορός θεριστάδων,
αλώνι στρωμένο με στάχυα, και τρύγου αμπέλι,
ονείρων ενυδρείο και ζεστό παραγώνι..
άνεμος εραστής μέσ’την νύχτα,
κι’άγγιγμα στο γόνατο συντροφικό,
λόγος καλός, πρωτάκουστο νυχτερινό τραγούδι,
ξένου γίνομαι μακρυνή πατρίδα,
γητειά και προσευχή και παρακάλι και φοβέρα
…και γλυκομίλητου Νοέμβρη καληνύχτα..
XVI
Κι’άλλοτε προσευχή να καλωσυνέψει ο καιρός,
να σκιρτήσουν ξανά οι αγάπες, να ντυθούν γιορτινά,
με πολύχρωμες στα μαλλιά κορδέλες..
Να ξανανειώσει ο καιρός,
νιός εικοσάχρονος να δρασκελίσει
γαμπρός του Θεού την εκκλησιά,
να τάξει μπρος στην εικόνα,
της Πατρίδας να τάξει,
κι’όλων των συφοριασμένων της γης,
λευτεριάς εξάγγελος ένοπλος,
εκδικητής των ειλώτων,
Ηνίοχος θεόμορφος κι’Άη Γιώργης,
και των αγέννητων παιδιών του
να συλλαβίσει τα ονόματα,
μια-μια οι συλλαβές να πέσουν στην μνήμη,
μια-μια ν’αναδυθούν γοργόνες ανέμελες,
σε πάλλευκο μυστικό ακρογιάλι,
σε χαμογέλιου ηλιόλουστο κόλπο..
XVII
Γι’αυτούς φύλαξα όλες των μανάδων τις λέξεις..
λόγια από μπάλσαμο και μέλι,
από νανουρίσματα και μετάξι,
από νυχτέρια χειμωνιάτικα και πελάγου αγναντέματα..
και κοριτσιών λόγια μυστικά
κάτω απ’της Παναγιάς το συμπονετικό βλέμμα..
κι’από παληές αγάπες όρκους, από παιδιών παιχνίδια
και χαρές, από χαμένες Πασχαλιές
και ψίθυρους ερωτευμένης θάλασσας.
Απέραντο πέλαγο η καρδιά μου ξανά να ταξειδέψουν..
Άνοιξη το δέρμα μου ζέχνει,
μικροί απ’τα χείλη μου πετούν Μάηδες,
φλεγόμενα σκορπούν στην Αχερουσία ρόδα,
κρυστάλλινα στήνουν γιοφύρια
πάνω απ’τους καταρράκτες του καιρού,
προς τα μαβιά νησιά του χτες,
πάνω απ’του σήμερα τα βουερά ποτάμια,
πάνω απ’ομίχλες και σκιές θανάτου..
XVIII
Τους χαμένους συντρόφους καλώ..
Μ’όνειρα σαϊτεύω την νύχτα
και με κραυγές μεσημεριών .
Άστρα ανεμίζουν στην φωνή μου
και σωπασμένο τώρα το κροτάλισμα του σκοταδιού.
Φλόγα μαγική με φωτίζει,
φόρεσα τον αυγερινό στο μέτωπό μου,
φάρος γίνηκα σ’αλισάχνες λαθασμού
να ξανά’ρθουν!..να ξανα΄δούν
την άγρυπνη φυγή των άστρων,
στον πολύφυλλο Ιούνη μήνα
το μούρμουρο αλλοτινών νερών ν’ακούσουν,
σαν προσευχές ταπεινών και παιδιών
σε δρόμους λευκούς, γαλάτινους,
στης αθωότητας την αρχή και μακρυά
απ’την ομίχλη ανθρώπων που ντύθηκαν το κακό
και με μαύρες δεθήκαν κλωστές
στο κατάρτι της νύχτας.
-Κυττάξτε με! λέω,
Απ’του σύννεφου την κούπα πίνω
κι’ο αρχαίος σας μου φανερώνεται δρόμος,
με πηγές ‘λαλέουσες’ και κοπέλες ‘λευκώλενες’
κι’αγόρια γελαστά,
νότιων καλών ανέμων καβαλάρηδες..
XIX
Στου κόσμου τα τέσσερα τέταρτα,
στων τεσσάρων εποχών το ξωκκλήσι προσεύχομαι..
γι’αυτούς.. που σώπασαν σ’αγαλμάτων μορφές,
σε ελευθερία πέντε ήχων,
όταν οι φλόγες τους τρεμούλιασαν,
απόκαμαν απ’την νοτιά κι’είπαν:-‘Ας πάμε!’
Δυό χούφτες χιόνι προσφέροντας
στης Άγιας Νειότης την εικόνα
και μια αγκαλιά τραγούδια,
για τα νερά που ξανά θα χορέψει ο ήλιος,
για την δροσιά που θ’αργοστάζει,
που σαν φτερά πεταλούδας θα πέφτει,
όταν της νύχτας μου μοναχικός καβαλάρης
στα τρίστρατα του τώρα του πριν και του μετά
θα πορεύομαι..
κι’ένας αήτης, μυριοπόδης άνεμος
θα σκορπά τ’αποκαϊδια της καρδιάς μου..
ΧΧ
Σε χαμένους χαθήκαν σταθμούς...
Μακρυά από αυστηρές στρατιωτικές εντολές,
κανονιών βρυχηθμούς, άγρια φονικά,
κλάματα κι’αγγέλων παρακάλια..
Μακρυά από διαλέξεις, ρήτορες, πολιτικούς,
ιαχές και ‘ζήτω’.
Πέρα από διαδηλώσεις, καταδίκες,
φρένων στριγγλίσματα, ρουθουνίσματα θανάτου,
υπόκωφο ,επίβουλο κρότο τυμπάνων
και δελτία ειδήσεων των οκτώ.
Στα τραγούδια των θεριστάδων χάθηκαν,
στα ξεφαντώματα του τρύγου,
στους ψιθύρους του ανέμου
και τον παφλασμό των κυμάτων,
στο μούρμουρο της πηγής,
στις προσευχές των ταπεινών
και σε ιστορίες νυχτωμένης σιωπής.
ΧΧΙ
-Ποιος σπέρνει και ποιός θερίζει;
ακούω πηγαίνοντας.
-Ποιος σπέρνει τις μήτρες των γυναικών,
τα σπλάγχνα καίει των αντρών
και γίνεται έρωτας, βλαστάρι και σαράκι;
Κι’άλλοτε νοτιάς να βουρλίζει το αίμα,
άλλοτε ζέφυρος μυρωμένος και λεβάντες
και βοριάς απελπισμένος
που χτυπά πορτόφυλλα να’μπεί,
που στις αντένες των καραβιών ουρλιάζει
κι’αμάχη στήνει με την θάλασσα
τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες;
Που στον αιώνα ζει και στην στιγμή,
ίδιος πρωινό της άνοιξης και μωρού χαμόγελο,
κουρσάρος καστροχαλαστής ίδιος;
Κάποιος κάτι απαντά μα τα λόγια του
αχός πνίγει δρεπανηφόρων..
ΧΧΙΙ
Δύσκολο μπάρκο..
στον κατακλυσμό του καιρού αρμενίζει η καρδιά,
να τους φέρει.
Σε μια βαρειά μυρωδιά από μπαρούτι και θειάφι,
από ρόδου και δεντρολίβανου ανασαιμιές,
από βρεμένα βότσαλα και φύκια.. τους ψάχνει..
και σε τραγουδιών απελπισίες και ελπίδες,
σε ήχους από ντέφια, φλάουτα και κιθάρες,
σε ψιθύρους και νεκρικά λόγια,
σιωπές, φασαρίες, όνειρα κι’ εφιάλτες.
Κι’άλλοτε θερισμένα χωράφια παραλλάσσει
και πεδία μαχών στοιχειωμένα
από καβαλάρηδων παγωμένα μάτια,
άλλοτε σε γειτονιές παιδιών πιάνει
ή χάνεται σε μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες,
στις πυκνές φυλλωσιές του καιρού,
ή σ’άγνωστους, απροσδιόριστους ξανοίγεται τόπους,
ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι,το καλό και το κακό,
στους ορυμαγδούς των γαλαξιών,
στην στιγμή που φτιάχτηκε ο κόσμος τους,
που ανέτειλε ο ήλιος τους,
στην γεύση του μελιού και του πικραμύγδαλου..
ΧΧΙΙΙ
Χάθηκαν σε βαθύσκιο δάσος.
Τα λόγια τους άνεμος, τα έργα τους άνεμος,
οι αγάπες τους άνεμος.

Βαθειά είπα θα πάω να τους βρώ..
Βαθειά στην χαρά και στην πίκρα
των λειμώνων και των κυπαρισσιών,
στα κοιμητήρια της μνήμης
και στα ναυάγια της αγάπης,
το κουβάρι ξετυλίγοντας
της μάνας Αριάδνης
στον λαβύρινθο του ‘ποτέ πιά’
του δάσους των ίσκιων και των μινωταύρων..

Μακρυά θα πάω
ν’αναζητήσω τους συντρόφους
στους χαμένους, όπου χάνομαι, σταθμούς,
οιακιστής και κωπηλάτης στην 'Αργώ'...
στο πέλαγο του καιρού...
με αποσκευές ελάχιστες για τέτοιο ταξείδι.-


*κάτοπτρο.




















Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-09-2017