Δεμένοι πισθάγκωνα, ζητιάνοι χαμοζωής

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Καλό μήνα φιλαράκια, αν έχετε όρεξη διαβάστε το....γιατί είναι μεγάλο,, είχα τα κέφια μου σήμερα...και...σταματημό δεν είχα, σας ευχαριστώ από καρδιάς πάντα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στεγνό το στόμα, στυφά τα χείλη, δεν έβρεξε θεέ μου φέτος, δεν έβρεξε εδώ και χίλια χρόνια,
καήκαν τα νέα φυντάνια στ αμπέλια.
Γύρανε τα σιτάρια, στο τελευταίο ζωής τους προσκύνημα.
Μια σαύρα ξεπρόβαλε στη σχισμή του βράχου κι είπε...τι λίβας!! και φέτος, τα σαλιγκάρια
δεν βγήκαν σεργιάνι στο νοτισμένο της γης παραδεισό τους.
Κάηκαν τα σπαρτά μας κι η γη προσμένει, μια βροχή, μια βροχή νέας δημιουργίας.
Φίδια γέμισαν οι αυλές μας, χορεύουν τρανό το χορό τους, αλλάζοντας πουκάμισα.
Μήτε ένα κυκλάμινο δεν ξεπρόβαλε, να ντυθεί η γης ένα ρόζ φουστάνι.
Οι στέρνες στέγνωσαν, τα ρυάκια στέγνωσαν, τα ποτάμια κρατούν μια στάλα βροχής
στα φυλλοκάρδια τους, να ζήσει ο βάτραχος, για το χορό των βουβαλιών.
Που έχουν όλα τον ίδιο φόβο, μη στεγνώσει ο βάλτος, από αίμα.
Μια κουκουβάγια κρόζει στην εκκλησιά τα βράδυα, ένα συρτό πονεμένο σκοπό.
Το χώμα γέμισε, βαθιές, ξερές πληγής χαραματιές.
Στα μάρμαρα έπεσε σκόνη, σκεπάζει τις ψυχές που δεν λύγισαν, τα λιόδεντρα στέρφα,
κρατούν λίγο καρπό παρηγοριάς, πεισματικά με τη δύναμη θεού κι ανθρώπου.
Μύγες ήρθαν φέτος, λεφούσια, σκέπασαν τα παιδιά μας, τρυγούν τ` άδεια βλέμματα.
Οι μύλοι δεν δουλεύουν πια από καιρό, δεν έχει καρπό, δεν έχει μεστό, χρυσό σιτάρι.
Τα περιστέρια διψούν μαζεμένα, κάτω από ένα κόκκινο κεραμίδι, δεν θα λάβουμε γράμμα φέτος.
Ένα κόκκινο γαρύφαλλο, αδύναμο, ασθενικό, ψάχνει δυο στάλες βροχής.
Ο βασιλικός ξεράθηκε, ο δυόσμος ξεράθηκε, τα γεράνια στέγνωσαν.
Μόνο οι δάφνες αντέχουν τούτο το κουρνιαχτό του κόσμου.
Οι ξεροθιές πυρωμένες, αγναντεύουν το μπλέ βαθύ, γαλάζιο πέλαγος.
Στον Άη Νικόλα ψηλά στο βράχο, αχνοφέγγει ένα μόνο καντήλι.
Τα δεντρολίβανα ζήσανε, για να στολίσουν, τους Επιτάφιους της νέας θυσίας.
Δεν άνθισαν χίλια χρόνια πασχαλιές, μήτε άσπρα κρίνα.
Μια Λαμπρή δίχως κρίνα! αλίμονο...
Σφήκες κι ακρίδες πέσαν στο κάμπο, να τρυγήσουν ότι ξερό απόμεινε.
Άνυδροι χειμώνες άνυδρα καλοκαίρια, η ζωή εν τάφω εντός μας.
Κι όλο ψάχνουμε ένα σύννεφο ζωής στον ουρανό, που θαρρείς κι
αυτός βουτήχτηκε στης φωτιάς το χρώμα.
Ο ήλιος σεργιανά στα ύψη, κατακαίοντας κι οι προσευχές δεν τον ξορκίζουν πιά.
Καίει ότι απόμεινε, στο στόμα, στο σώμα, στη ψυχή μας.
Μια λύπη φωλιάζει στο στεγνό μας λαρύγγι, ό ήλιος, δεν χαράζει πια τα βήματα μας.
Τούτος ο κουρνιαχτός, στ` αγκωνάρια, στ μάρμαρα, στους τάφους, στα τρίστρατα.
Καίει, αφανίζει, πονά, στερεύει τις ελπίδες της πατρίδας.
Γραμματείς και Φαρισαίοι, ανέβηκαν στο βράχο κι όλο λεν και λεν....
Στα μυρμήγκια που έσκασαν, δουλεύοντας ακόμα, σε μια στέρφα γη.
Έσκασε ο άνθρωπος, έσκασε, τυφλωμένος μέσα σ` ένα σύννεφο στάχτης.
Μόνο ένας μοναχικός τζίτζικας, τραγουδάει το χρονικό μια μοιραίας, μελωδικής ύπαρξης.
Δεν έχει πλέον εποχές εδώ........
Τα κοράκια ζουν ακόμα, ορμούν αποσκελετωμένα, στα κουφάρια των αρνιών που δεν
άντεξαν, οι λύκοι βγήκαν στη πολιτεία, με δόντια γερά, να μαζέψουν τα κουφάρια
ενός αργού συνεχιζόμενου θανάτου.
Ανοχύρωτες πόλεις, με παχνιά μανταλωμένα.,
Τα τσακάλια απόμειναν, δηλητηριασμένα απ` το δικό τους σάλιο, ανοίγουν τρύπες
στο συρματόπλεγμα, πεινούν, πάντα πεινούν, πάντα τρώνε.
Τα γεράκια κι αυτά έχουν πάντα απόθεμα ζωής κι εκατό νύχια στο ματωμένο τους χέρι
Δεν διψούν...έπιναν, έπιναν μια ζωή....απ` τη τελευταία μας σταγόνα.
Στα κλουβιά τώρα, κατοικούν οι ανθρώπινες ψυχές, δεν μπορούν να λύσουν τις αλυσίδες τους.
Το νερό στέρεψε, οι φωνές σιώπησαν, το βλέμμα σκεπάστηκε από ένα σύννεφο γκρίζας στάχτης.
Δεν μιλάμε πια, στέγνωσαν τα χείλη....μείναμε ν` ακούμε το σούρσιμο απ` τα φίδια.
Ν` ακούμε τα λόγια που δεν είπαμε....θεατές της αγέλης των λύκων που διαφεντεύουν ως και
το μυαλό μας ακόμα, θεατές ενός προαναγγελθεντος θανάτου.
Σέρνοντας τις αλυσίδες, στα δυο πήλινα μας πόδια.
Δεν μιλάμε πια, δεν ζούμε πια, δεμένα τα χέρια μας, δεμένες οι ψυχές μας
Σε μια προσευχή χωρίς θεό, θωρώντας το νεκρό περιστέρι, αιματοβαμένο,
γι αυτά που δεν πολεμήσαμε....τυφλοί οδοιπόροι, στις εσχατιές της δικής μας πατρίδας.
Τα σπαθιά σκούριασαν, η ιστορία ξεχάστηκε
Χίλιες ξέρες, χίλιες πληγές
Δεμένοι πισθάγκωνα, ζητιάνοι χαμοζωής
Απ` τα βουβάλια του κόσμου

2.10.2017

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-10-2017